Στις μεταβολές των τελευταίων ετών στο προφίλ των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδας, εστιάζει το εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ, σε συνέχεια της ειδικής έκθεσης για την μισθωτή εργασία την περίοδο 2014-2017.
Σύμφωνα με τη σημερινή ανάλυση, κατά την περίοδο 2013-2017 η αύξηση της απασχόλησης κατευθύνθηκε στους παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και παράλληλα παρατηρήθηκε μια τεράστια απομείωση στη βάση δεξιοτήτων της χώρας.
Ειδικότερα ο ΣΕΒ αναφέρει:
Η εφαρμογή των Μνημονίων, με την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν, είχε ως στόχο τον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας προς μια δυναμική και εξωστρεφή οικονομία. Αυτό μεταφραζόταν σε μια συρρίκνωση των παραδοσιακών, μικρής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής έντασης τεχνολογίας, κλάδων της οικονομίας και την επέκταση των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, όπως κυρίως η μεταποίηση, που είναι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας στον διεθνή ανταγωνισμό και ως εκ τούτου δυναμικοί κλάδοι, που εισάγουν νέες τεχνολογίες και καινοτομούν.
Ο μετασχηματισμός αυτός θα οδηγούσε στην αποδέσμευση ανθρώπινων πόρων από τους παραδοσιακούς κλάδους για επαναξιοποίηση στους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας, δεδομένων, βεβαίως, των τεχνολογικών εξελίξεων που ενσωματώνονται στις επενδύσεις που γίνονται, και που εξοικονομούν εργασία.
Δυστυχώς μια δεκαετία απρόθυμης προσαρμογής με πολλές εκπτώσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας, καθυστερήσεις στο άνοιγμα αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, σοβαρές παλινδρομήσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα που καθιστούν την Ελλάδα ευρωπαϊκή εξαίρεση και άστοχη έμφαση στην υπερφορολόγηση εργαζομένων και επιχειρήσεων, έχει τελικά οδηγήσει σε περιορισμένα αποτελέσματα μετασχηματισμού της οικονομίας. Η ταχεία και πραγματική εφαρμογή των προγραμμάτων ήταν και ο ταχύτερος δρόμος εξόδου από την κρίση.
Οι καθυστερήσεις βάθυναν και παρέτειναν την ύφεση ενώ ανέκοψαν και την αναγκαία αλλαγή παραγωγικού μοντέλου προς τους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας. Μετά την καθολική μείωση της απασχόλησης σε όλους τους κλάδους της οικονομίας μεταξύ 2008 και 2013, η απασχόληση έχει έκτοτε αρχίσει και πάλι να αυξάνει με χαμηλούς ρυθμούς. Οι κλάδοι όμως οι οποίοι κερδίζουν περισσότερο σε προστιθέμενη αξία δεν είναι οι εξωστρεφείς κλάδοι, αλλά μάλλον οι κλάδοι που παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά.
Και δεν είναι επειδή κερδίζουν σε παραγωγικότητα (τουναντίον χάνουν) αλλά επειδή αυξάνεται περισσότερο η απασχόλησή τους. Έχουμε δηλαδή ένα φαινόμενο όπου η αύξηση της απασχόλησης την περίοδο 2013-2017 κατευθύνεται στους παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Την ίδια περίοδο, παρατηρείται μια τεράστια απομείωση της βάσης δεξιοτήτων της χώρας.
Από στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, προκύπτει ότι, ενώ το 2008 υπήρχαν στη χώρα 482 χιλ. διευθυντικά στελέχη, δέκα χρόνια αργότερα έχουν μείνει μόνο 105 χιλ. (κυρίως λόγω απωλειών στο εμπόριο και τον τουρισμό), έχοντας μάλιστα μειωθεί και κατά 77 χιλ. άτομα από το 2013 και μετά. Ενώ το 2008 υπήρχαν 668 χιλ. ειδικευμένοι τεχνίτες, το 2018 έχουν απομείνει μόνο 353 χιλ., έχοντας αυξηθεί μόλις κατά 1,8 χιλ. άτομα από το 2013 και μετά.
Επίσης, οι τεχνικοί και βοηθοί επιστήμονες, ενώ ανέρχονταν σε 397 χιλ. άτομα το 2008, δέκα χρόνια αργότερα ήταν 304 χιλ., αν και οι αριθμοί τους αυξήθηκαν κατά 34 χιλ. άτομα από το 2013 και μετά. Τέλος, οι χειριστές μηχανημάτων, από 331 χιλ. άτομα το 2008, έχουν μειωθεί σε 257 χιλ. το 2018, αν και αυξήθηκαν κατά 34 χιλ. άτομα από το 2013 και μετά. Έχουν, τέλος, μειωθεί και οι υπάλληλοι γραφείου, από 546 χιλ. άτομα το 2008 σε 419 χιλ. το 2018, έχοντας, όμως, αυξηθεί κατά 70 χιλ. άτομα από το 2013 και μετά.
Από την άλλη μεριά, παρατηρείται μια υπερπληθώρα πωλητών και υπαλλήλων παροχής υπηρεσιών, που από 678 χιλ. άτομα το 2008 ανέρχονται πλέον σε 909 χιλ. άτομα το 2018. Παράλληλα, οι επαγγελματίες αυτοαπασχολούμενοι αυξήθηκαν και αυτοί μονοτονικά, καθόλη τη διάρκεια της προσαρμογής, από 674 χιλ. άτομα το 2008 σε 741 χιλ. το 2018.
Τα μεγέθη αυτά δημιουργούν έντονο προβληματισμό για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, καθώς μεταξύ 2008 και 2018 χάθηκαν από την παραγωγή 1.083 χιλ. άτομα σε επαγγέλματα κατά κανόνα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και προστέθηκαν ταυτόχρονα 307 χιλ. άτομα, κυρίως πωλητές και υπάλληλοι παροχής υπηρεσιών (+231 χιλ.) και ελεύθεροι επαγγελματίες (+67 χιλ.). Αυτό που συνέβη στη χώρα, είναι ότι όχι μόνο δεν μετατοπίσθηκαν οι εργαζόμενοι στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, αλλά, όσοι δεν έφυγαν στο εξωτερικό και δεν είναι ακόμη άνεργοι, μετατοπίσθηκαν σε εργασίες για τις οποίες έχουν πολύ περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται, και συνεπώς υποαπασχολούνται. Δεν είναι, λοιπόν, και μεγάλο μυστήριο γιατί πέφτει η παραγωγικότητα σε όλη την περίοδο προσαρμογής, με την εξαίρεση της μεταποίησης, σχεδόν παντού.
Ανοδικά συνέχισε να κινείται ο κύκλος εργασιών στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών τον Σεπτέμβριο του 2018 (+1%, επιπλέον αύξησης +4,1% τον Σεπτέμβριο του 2017) για 9ο συνεχόμενο μήνα. Ο ρυθμός αύξησης, ωστόσο, παρουσιάζει εξασθένιση σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες (+4,9% τον Αύγουστο, +8,3% τον Ιούλιο του 2018 και +4,8% το διάστημα Ιαν – Σεπ 2018), ακολουθώντας την αποδυνάμωση της βιομηχανικής παραγωγής και την υποχώρηση του κλίματος στη βιομηχανία που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ίδια ώρα, το εμπορικό έλλειμμα συνέχισε να διευρύνεται (€16,6 δισ. το διάστημα Ιαν – Σεπ 2018, έναντι €14,8 το αντίστοιχο διάστημα το 2017), ως αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των καθαρών πληρωμών για εισαγωγές καυσίμων. Αντίθετα, το ισοζύγιο υπηρεσιών βελτιώθηκε περαιτέρω, (πλεόνασμα €16,5 δισ. το διάστημα Ιαν – Σεπ 2018, έναντι €15,7 δισ. το αντίστοιχο διάστημα το 2017) λόγω της αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων (+9,1%) και της βελτίωσης του ισοζυγίου μεταφορών (+€0,3 δισ.). Αναφορικά με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, οι εποχικές αποχωρήσεις πολλών θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν νωρίς φέτος το καλοκαίρι, είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό των καθαρών θέσεων στο 10μηνο σε +168,3 χιλ., από 288,4 χιλ. στο 9μηνο του ίδιου έτους, έναντι 167,5 χιλ. το 10μηνο και 265,9 χιλ. το 9μηνο αντίστοιχα του 2017.