Την απόσυρση των διατάξεων που αλλάζουν ριζικά την εκπαιδευτική και διοικητική λειτουργία και αποστολή των Μουσικών Σχολείων, ενός καταξιωμένου εκπαιδευτικού θεσμού, ζητεί το Σχολικό Συμβούλιο του Μουσικού Σχολείου Αλίμου.
Οι επίμαχες διατάξεις του υπουργείου Παιδείας περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο «Συνέργειες Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τα Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Παλλημνιακό Ταμείο και άλλες διατάξεις» και έχουν προκαλέσει αναβρασμό καθώς, όπως προαναγγέλλεται, «υποβαθμίζουν και θέτουν σε κίνδυνο το θεσμό».
Το Σχολικό Συμβούλιο του Μουσικού Σχολείου Αλίμου σε συνεδρίασή του εξέδωσε ψήφισμα, το οποίο έχει αποσταλεί στον υπουργό Παιδείας Κ. Γαβρόγλου και στο οποίο επισημαίνεται ότι οι αλλαγές που δρομολογούνται «θίγουν και επηρεάζουν αρνητικά μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων, τη διευρυμένη κοινότητα των 48 Μουσικών Σχολείων σε όλη τη χώρα, που μπορεί να φθάνει στους 300.000 ανθρώπους ή παραπάνω», υπενθυμίζοντας ότι στην διευρυμένη αυτή σχολική κοινότητα συγκαταλέγονται οι μαθητές και οι οικογένειές τους, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί και οι οικογένειές τους, οι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί και εμπειροτέχνες μουσικής που εντάσσονται στους πίνακες μουσικών ειδικεύσεων του ΥΠ.Π.Ε.Θ. και οι οικογένειές τους, οι απόφοιτοι των Μουσικών Σχολείων και οι οικογένειές τους, οι άνθρωποι που εργάζονται σε φορείς που συναρτώνται με τη λειτουργία των Μουσικών Σχολείων και οι οικογένειές τους, αλλά και οι φοιτητές των Τμήματων Μουσικών Σπουδών των ΑΕΙ και οι οικογένειές τους.
Ο θεσμός του Μουσικών Σχολείων έχει διακριθεί και δοκιμαστεί εδώ και πολλά χρόνια, ως απόλυτα επιτυχημένος. Και μόνο τα μηδενικά σχεδόν ποσοστά ενδοσχολικής βίας, ο συλλογικός και δημιουργικός χαρακτήρας τους μέσω της συνύπαρξης γενικής και μουσικής παιδείας, παρά την επιπλέον επιβάρυνση των μαθητών τους, τα έχει καταστήσει σημείο αναφοράς σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι που επιβεβαιώνεται από το διογκούμενο ενδιαφέρον όσων λαμβάνουν μέρος στις ετήσιες κατατακτήριες εξετάσεις. Παρά τις πιέσεις που δέχθηκαν τα σχολεία αυτά την περίοδο της κρίσης και παρά τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν ακόμα, κυρίως σε ελλείψεις μουσικού διδακτικού προσωπικού, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά έκαναν και βήματα προόδου. Πατά ταύτα, οι «αρμόδιοι» αντί να θωρακίσουν την ύπαρξή τους και την λειτουργία τους, τα οδηγούν σε νέο κύκλο περιπέτειας. Στα σχολεία επικρατεί αναστάτωση και έντονη ανησυχία, καθώς το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο και προβληματικό. Και αυτό διότι στο όνομα της άρσης των «διοικητικών βαρών και στρεβλώσεων, με τις οποίες εξασφαλίζεται ο εξορθολογισμός φορέων με συναφές αντικείμενο…», που επικαλείται το νομοσχέδιο, προωθείται η διοικητική «εκκαθάριση» της Καλλιτεχνικής Επιτροπής Μουσικών Σχολείων, αγνοώντας την κρίσιμη συμβολή αυτού του θεσμού, από το 1988 μέχρι και σήμερα, σε αυτό που ονομάζουμε Μουσικό Σχολείο.
Όπως αναφέρεται στο ψήφισμα του Σχολικού Συμβουλίου, «είναι απορίας άξιο το ότι προωθείται η κατάργηση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής επειδή υπάρχει ανάγκη για αποτελεσματικότερη παραγωγή έργου από μία υφιστάμενη δομή – το ΙΕΠ – που διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία». Πρόκειται για έναν θεσμό που αριθμεί 30 χρόνια λειτουργίας και διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία, τα μέλη του προέρχονται από τη ζώσα καθημερινότητα των σχολείων, διαθέτοντας πολυετή εμπειρία σ’ αυτά είτε από τη θέση του Διευθυντή/Υποδιευθυντή είτε από τη θέση του Σχολικού Συμβούλου και του καθηγητή. Πρόκειται επομένως για μια συγκροτημένη ομάδα προσώπων με αναγνωρισμένο κύρος (καθηγητών πανεπιστημιακών μουσικών τμημάτων, διευθυντών ορχήστρας, καθηγητών Μουσικών Σχολείων και, γενικότερα, μελών από ποικίλους χώρους της μουσικής εκπαίδευσης και του μουσικού καλλιτεχνικού χώρου της Ευρωπαϊκής Μουσικής και της Ελληνικής Παραδοσιακής Μουσικής), που είναι σε θέση να γνωρίζουν σε βάθος και να χειρίζονται τα συναφή θέματα.
«Εκλαμβάνεται τουλάχιστον ως ανακολουθία το γεγονός ότι προτείνεται η κατάργηση ενός συλλογικού οργάνου με μόνο το επιχείρημα της «διοικητικής στρέβλωσης», παρά τα διαχρονικά αιτήματα και τις τεκμηριωμένες προτάσεις της Καλλιτεχνικής Επιτροπής προς τις εκάστοτε ηγεσίες για στήριξη και αναβάθμιση του πλαισίου άσκησης του έργου της, τη στιγμή που τα νεοϊδρυόμενα Μουσικά Σχολεία αυξάνονταν ταχύτατα, ακόμη και στη διάρκεια της κρίσης που οι οικονομικοί πόροι μειώνονταν δραματικά ενώ οι ανάγκες σε προσωπικό και υλικά μέσα διογκώνονταν εκθετικά», υπογραμμίζεται στο ψήφισμα, στο οποίο υπενθυμίζεται ότι «τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια η Καλλιτεχνική Επιτροπή έχει κατ’ επανάληψη υποβάλει τεκμηριωμένο αίτημα για ίδρυση αυτοτελούς τμήματος, Διεύθυνσης ή τουλάχιστον Τμήματος Μουσικής Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας ώστε να υποστηρίξει πληρέστερα τα Μουσικά Σχολεία (48 τον αριθμό), τη στιγμή που ως γνωστόν, λειτουργούν ανάλογες διοικητικές υπηρεσίες εντός του Υπουργείου Παιδείας με πολύ πιο περιορισμένο πεδίο εποπτείας (Εκκλησιαστικά Σχολεία)». «Δεν είναι επομένως κατανοητό και, πάντως, πάσχει τεκμηρίωσης το σκεπτικό υπέρ της κατάργησης του θεσμού ενόσω το Υπουργείο Παιδείας ουδέποτε αξιολόγησε τον τρόπο λειτουργίας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής με δεδομένα τα πενιχρά μέσα που αυτή είχε και έχει στη διάθεσή της για την υλοποίηση του έργου της (ελλείψεις υλικοτεχνικής υποδομής, χώρων εργασίας και, κυρίως, προβλήματα διοικητικής στήριξης)», σημειώνεται.
Όμως το νομοσχέδιο Γαβρόγλου δεν περιορίζεται στην κατάργηση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής αλλά μπαίνει και στην ουσία της λειτουργίας των Μουσικών Σχολείων προς το χειρότερο. Μεταξύ των αλλαγών που προωθούνται είναι και οι εξής: Παύει να υπάρχει στον σκοπό των Μουσικών Σχολείων «η προετοιμασία και η κατάρτιση των νέων που επιθυμούν να ακολουθήσουν την επαγγελματική κατεύθυνση της μουσικής..» Παύει να προσδιορίζεται ρητά ότι τα Μουσικά Σχολεία περιλαμβάνουν Γυμνάσιο και Λύκειο. Επίσης, από το αναλυτικό πρόγραμμα Μουσικών Σχολείων έχουν καταργηθεί τα μαθήματα Αισθητικής Παιδείας και δεν ορίζεται ότι τα μαθήματα μουσικής παιδείας διέπονται από αναλυτικό πρόγραμμα. Καταργούνται τα μαθήματα μουσικής παιδείας προαιρετικής παρακολούθησης για μαθητές δημοτικών σχολείων, για την ανίχνευση των κλίσεων και ενδιαφερόντων τους στη μουσική (ισχύουσα παρ. 3).
Όπως επισημαίνεται στο ψήφισμα η διατύπωση «…καθηγητές μουσικής με ειδίκευση στα διδασκόμενα μουσικά αντικείμενα» δημιουργεί στρεβλώσεις και προβλήματα στην ανάθεση διδασκαλίας των μουσικών μαθημάτων, ενώ καταργείται ο ξεχωριστός πίνακας επιλογής Διευθυντών των Μουσικών Σχολείων και η πρόβλεψη αυτοί να έχουν ειδικά προσόντα: τη σχέση με τις τέχνες γενικά και τη μουσική ειδικότερα (ειδικές σπουδές ή αναγνωρισμένο καλλιτεχνικό έργο και δράση). Και ακόμα: Καταργεί τις εισηγήσεις της Καλλιτεχνικής Επιτροπής για τα θέματα προσλήψεων αναπληρωτών, ωρομισθίων και εμπειροτεχνών Μουσικών, καθώς και έκτακτων συνεργατών για τις ανάγκες των Μουσικών Σχολείων και τα θέματα αποζημίωσής τους. Και ακόμα: απαλείφεται η οποιαδήποτε αναφορά στην ανάγκη ύπαρξης «τεχνικού εξοπλισμού των Μουσικών Σχολείων σε συμβατικά ευρωπαϊκά και ελληνικά παραδοσιακά μουσικά όργανα και τεχνικά μέσα, συγκρότησης των εργαστηρίων σύγχρονης τεχνολογίας και εκπόνησης σχεδίων ειδικών προγραμμάτων στους τομείς μουσικής», καθώς και στην υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει αυτόν τον εξοπλισμό.
Και το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι απλό και πρακτικό: γιατί έναν επιτυχημένο θεσμό αντί η Πολιτεία να τον ενισχύσει, του βάζει εμπόδια και τον δυναμιτίζει;