Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει το έργο της, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε μετά από 10 ώρες συνεδρίαση η Ολομέλεια της Βουλής, παρά το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ζήτησε να δοθεί περισσότερος χρόνος (ένα τρίμηνο) ώστε να υπάρχει και το περιθώριο των απαραίτητων ζυμώσεων προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση και να μην πάει χαμένη αυτή η ευκαιρία.
Το θέμα αυτό άλλωστε κυριάρχησε στην αντιπαράθεση Τσίπρα – Μητσοτάκη από την οποία διαφάνηκε ότι όλα θα κριθούν πάνω στο πεδίο εξεύρεσης κοινού τόπου για τις διατάξεις του Συντάγματος που πρέπει να αναθεωρηθούν.
Από τις θέσεις που διατύπωσαν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ φάνηκε καθαρά ότι η διαδικασία αυτή δεν θα είναι καθόλου ανώδυνη πολιτικά και θεσμικά αφού οι διαφορές σε κομβικά ζητήματα είναι μεγάλες και έχουν ιδεολογικό πρόσημο, όπως στην περίπτωση του άρθρου 16 για την Παιδεία για το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται αμετακίνητος. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι συγκυβερνώντες ΑΝΕΛ δηλώνουν έτοιμοι να το αλλάξουν, όπως και ο κυβερνητικός βουλευτής Γιάννης Μιχελογιαννάκης, ο οποίος δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ της αναθεώρησής του (σε αντίθεση με το άρθρο 3 για την επικρατούσα θρησκεία που διαφωνεί με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ).
Ο κ. Μητσοτάκης άνοιξε την βεντάλια των αναθεωρητέων διατάξεων προτείνοντας 57 άρθρα από τα 120 που περιέχει το Σύνταγμα (η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει 23 άρθρα). Στα 13 από αυτά τα δυο κόμματα συμπίπτουν αν και έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Η ΝΔ έκανε πίσω από την κατ’ αρχήν πρόταση της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό όταν η Βουλή αποτυγχάνει να αναδείξει τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα. Τελικά στην Κ.Ο. του κόμματος κατέληξαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ενδεδειγμένο και ο πρόεδρος της ΝΔ πρότεινε να αναζητηθούν εναλλακτικές προτάσεις όπως εκλογή από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα ή με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Το δια ταύτα της πολιτικής σύγκρουσης Τσίπρα – Μητσοτάκη έχει να κάνει με το εύρος της αναθεώρησης και το ρόλο της Βουλής –της παρούσας, ως προτείνουσας και της επόμενης, ως αναθεωρητικής. Ο κ. Μητσοτάκης προειδοποίησε ότι το κόμμα του «δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να συναινέσει σε μια εργαλειακή αναθεώρηση» και σε «συριζοποίηση του Συντάγματος» και όπως τόνισε «θα εμποδίσουμε την εξέλιξη αυτή με κάθε μέσο που η ίδια η έννομη τάξη και το ίδιο το Σύνταγμα μας παρέχει», αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί ακόμα και να μπλοκάρει την σχετική διαδικασία στην επόμενη φάση, δηλαδή στην Βουλή που θα προκύψει μετά τις εκλογές, κάτι που θα καθιστά άγονη και ατελέσφορη την αναθεωρητική διαδικασία ώστε να εκκινήσει εξ αρχής μια νέα απόπειρα.
Προς το παρόν ο κ. Τσίπρας διεμήνυσε από την πλευρά του στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η επόμενη Βουλή δεν θα μπορεί να αλλάξει το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων που θα αποφασίσει η παρούσα Βουλή, ενώ ο κ. Μητσοτάκης προειδοποίησε ότι η Βουλή που θα προκύψει και θα κληθεί να ψηφίσει (με 180 ή 151 ψήφους, αναλόγως με πόσες ψήφους θα συγκεντρώσει σε αυτή την φάση η κάθε διάταξη) τα νέα αναθεωρημένα άρθρα, θα μπορεί να προσδώσει νέο περιεχόμενο σε αυτά καθώς δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη.
Προς τούτο μάλιστα και οι δυο επικαλέστηκαν απόψεις συνταγματολόγων, αλλά αυτό που διαφάνηκε είναι ότι η όλη διαδικασία απειλείται να τιναχθεί στο αέρα, όπως προϊδέασε άλλωστε ο κ. Μητσοτάκης λέγοντας ότι το κόμμα του δεν θα κάνει πίσω ούτε τώρα ούτε μετά από την ερμηνεία αυτή.