Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που ξεκινά σήμερα στη Βουλή φαίνεται ναρκοθετημένη πριν καν προλάβει να μπει στην ουσία της. Κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια ακόμα χαμένη ευκαιρία την ώρα που οι βασικές παθογένειες που καλείται να αντιμετωπίσει, είναι γνωστές εδώ και πάρα πολύ καιρό,ενώ σε πολλά σημεία, θεωρητικώς, υπάρχει μια σύμπλευση των βασικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Η ευθύνη για αυτό το δυσμενές κλίμα, ανήκει πρωτίστως στην κυβέρνηση που έχει και τη σχετική πρωτοβουλία. Γιατί με τη συνήθη πρακτική που τη διακρίνει αντιμετωπίζει και τη διαδικασία της αναθεώρησης ως επικοινωνιακό και πολιτικό αντιπερισπασμό,με στόχο να δημιουργήσει προβλήματα στην αντιπολίτευση. Αποτέλεσμα αντί να επιδιώκει το αυτονόητο, τη δημιουργία δηλαδή συναινέσεων, να εργαλειοποιεί και την αναθεώρηση για να δημιουργεί τεχνητή πόλωση και διχαστικά διλήμματα στην αντιπολίτευση.
Οι αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και συναινετική αναθεώρηση έχουν υπονομευθεί εκ των προτέρων. Η κυβερνητική εμμονή σε μια ακραία συγκρουσιακή λογική, η συστηματική υπονόμευση των θεσμών και ιδιαίτερα της Δικαιοσύνης, έχουν δημιουργήσει εκ προοιμίου ένα κλίμα καχυποψίας για τις προθέσεις και τις στοχεύσεις της.
Ο θεμελιώδης καταστατικός χάρτης της χώρας, δεν μπορεί όμως να αντιμετωπίζεται ως πεδίο σύγκρουσης ή επικράτησης της αριστεράς ή της δεξιάς. Οφείλει να αποτυπώνει το κοινό κεκτημένο της ιστορικής πορείας της χώρας, να διασφαλίζει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου και ταυτόχρονα να εγγυάται την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και τον έλεγχο της εξουσίας.
Ένα αποτελεσματικό Σύνταγμα δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν ευρύτερης συναίνεσης και όχι μονομερής επιλογή της εκάστοτε πλειοψηφίας. Για αυτό άλλωστε και έχει προβλεφθεί η αναθεώρηση να ολοκληρώνεται σε δύο διαδοχικές Βουλές, ώστε να αποφεύγεται κατά το δυνατόν, η χειραγώγηση του από μια συγκυριακή πλειοψηφία.
Θα είναι λάθος να περιοριστεί αυτή η αναθεώρηση σε μια σειρά ζητήματα,που υπάρχει μια καταρχήν αποδοχή για τον εκσυγχρονισμό τους, όπως είναι η ποινική ευθύνη των υπουργών, η βουλευτική ασυλία και η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Η εμπειρία της κρίσης, οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και χρόνιες παθογένειες σε μια σειρά θέματα μπορεί να αντιμετωπιστούν και να αποτυπωθούν στο Σύνταγμα, αρκεί να υπάρχει διάθεση για διάλογο και συναίνεση χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις. Κάτι που για την ώρα τουλάχιστον δεν φαίνεται…