Οι άμεσοι φόροι είναι πιο δίκαιοι διότι επιβάλλονται ανάλογα με τη φοροδοτική δυνατότητα των πολιτών. Οι έμμεσοι πίπτουν αδιακρίτως επί δυνατών και αδυνάτων και επιβαρύνουν ακόμη και αγαθά πρώτης ανάγκης. Κι αυτοί, όμως, μπορούν να αποκτήσουν κοινωνικό πρόσημο. Είναι η περίπτωση της φορολόγησης με υψηλότερο συντελεστή αγαθών και υπηρεσιών που επιβαρύνουν το οικοσύστημα και με μικρότερο αγαθών και δράσεων φιλικότερων προς το περιβάλλον.

Στη Γαλλία – αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες – μια συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα για το ύψος της φορολόγησης των καυσίμων και του κρέατος. Το ερώτημα εν προκειμένω τίθεται διαζευκτικά: ποιο εκ των δύο αγαθών πρέπει να φορολογηθεί βαρύτερα, η βενζίνη ή το κρέας; Διότι πρόκειται για δύο βασικά καταναλωτικά αγαθά, που όμως επιβαρύνουν πολύ το οικοσύστημα.

«Η παραγωγή του κρέατος είναι πιο ρυπογόνα από τον τομέα των μεταφορών, αλλά η κυβέρνηση μοιάζει να αγνοεί το πρόβλημα» δήλωσε στη «Figaro» ο Νταβίντ Σοβέ, νομικός, δοκιμιογράφος και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των ζώων. Και εξηγεί πού το πάει: «Σήμερα ζητούμε από τους Γάλλους να σταματήσουν τη χρήση του αυτοκινήτου τους διότι υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι να μετακινηθούν γρηγορότερα και ασφαλέστερα. Δεν τους ζητούμε, ωστόσο, να ελαττώσουν την κατανάλωση κρέατος, ενώ επίσης υπάρχουν εναλλακτικά τρόφιμα φθηνότερα και εξίσου νόστιμα. Δεν είναι λογικό αυτό…».

Ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Ενας στόχος για να παλέψει κανείς. Το πολιτικό και φιλοσοφικό μέλλον του κρέατος» (εκδόθηκε στη Γαλλία πέρυσι από τις εκδόσεις «L’Âge d’homme») υποστηρίζει ότι πρέπει οι σύγχρονες κοινωνίες να αντιμετωπίσουν το κρέας όπως όλες τις άλλες ρυπογόνες δραστηριότητες.

Απειλή για τον πλανήτη

«Τρία εκατομμύρια ζώα θανατώνονται κάθε μέρα στη Γαλλία για να καταναλωθούν. Κάθε Γάλλος καταναλώνει 1,5 κιλό κρέατος εβδομαδιαίως, ποσότητα τριπλάσια από όση συνιστούν οι διατροφολόγοι. Πέρα από τα προβλήματα υγείας που προκαλεί η υπερκατανάλωση κρέατος (διαβήτης, παχυσαρκία, καρκίνος…), η εκτροφή ζώων συμβάλλει πάρα πολύ στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη» σημειώνει ο Σοβέ.

Ο συγγραφέας εξηγεί ότι η εντατική εκτροφή ζώων προκαλεί μαζικές καταστροφές δασών στη Λατινική Αμερική, καθώς και διαμάχες για τη χρήση των εδαφών καθώς, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF, η παραγωγή ενός κιλού κρέατος απαιτεί τη διάθεση 323 τετραγωνικών μέτρων γης. Και το 70% των αγροτικών περιοχών χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ζωοτροφών.

Επίσης η εκτροφή ζώων απαιτεί την υπερβολική κατανάλωση νερού, δεδομένου ότι για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος καταναλώνονται περισσότερα από 15.000 λίτρα νερού! Απαιτεί επίσης και υψηλή κατανάλωση καυσίμων λόγω της μεταφοράς των ζώων και ηλεκτρικής ενέργειας που είναι απαραίτητη για τη θέρμανση ή την ψύξη των διαφόρων εγκαταστάσεων των κτηνοτροφικών μονάδων.

Τέλος, το μεθάνιο και τα οξείδια του αζώτου που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από την πεπτική λειτουργία των μεγάλων ζώων θεωρούνται ότι συμβάλλουν τα μάλα στη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Ενα κιλό βοδινό = 200 χλμ. με ΙΧ

Η υπό την αιγίδα του ΟΗΕ τελούσα Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), η εκτροφή ζώων είναι υπεύθυνη για το 15% των ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα παγκοσμίως. Παράγει τόσους ρύπους όσους δηλαδή παράγει το σύνολο των μέσων μεταφοράς στον πλανήτη. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενός κιλού βοείου κρέατος απαιτεί τόση βενζίνη όση καταναλώνει ένα αυτοκίνητο για να διανύσει μια απόσταση 220 χιλιομέτρων. Η παραγωγή ενός κιλού κρέατος μόσχου είναι πολύ λιγότερο ρυπογόνα (λόγω βραχυτέρου βίου του ζώου προφανώς), αφού απαιτεί βενζίνη όση χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να διανύσει 70 χιλιόμετρα…

Ο Νταβίντ Σοβέ προειδοποιεί ότι… θα φάμε τις σάρκες μας. «Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι με τον ρυθμό που βαδίζουμε το 2050 η κατανάλωση κρέατος θα διπλασιαστεί και η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει περαιτέρω. Ο πλανήτης δεν θα αντέξει. Πρέπει ομαδικά να τρώμε λιγότερο κρέας. Και αυτό θα γίνει αν φορολογήσουμε το κρέας τόσο ώστε να ακριβύνει ουσιαστικά» προτείνει ο γάλλος νομικός και συγγραφέας.

Μέτρον άριστον

Μια μελέτη του βρετανικού πανεπιστημίου της Οξφόρδης εκτιμά ότι αν αυξηθεί κατά 40% η φορολόγηση του βοδινού κρέατος, κατά 20% η φορολόγηση του γάλακτος και κατά 15% η φορολόγηση του αρνίσιου κρέατος θα επιτυγχανόταν η μείωση κατά 13% της κατανάλωσης βοδινού, κατά 8% η κατανάλωση γάλακτος και κατά 6% η κατανάλωση αιγοπροβάτων.
«Αν πρέπει να πληρώσετε 40% περισσότερο για να φάτε μια μπριζόλα, θα προτιμήσετε να την τρώτε μία φορά την εβδομάδα παρά δύο» συμπεραίνει ο δρ Μάρκο Σπρίνγκμαν, επικεφαλής της πανεπιστημιακής ερευνητικής ομάδας. Και εξηγεί ότι το «αρχαιοελληνικό μέτρο είναι το αποτελεσματικότερο μέσο για να μειωθεί η εκπομπή ενός δισεκατομμυρίου τόνων αερίων στην ατμόσφαιρα και επίσης για να αποκτήσουν υγιεινότερες διατροφικές συνήθειες οι πληθυσμοί πολλών χωρών του πλανήτη».

Πολιτικό κόστος

Στη Γερμανία, στη Σουηδία και στη Δανία η συζήτηση για την αντιμετώπιση της ρύπανσης πλανήτη από την εκτροφή και κατανάλωση ζώων έχει προχωρήσει αρκετά και οι χώρες αυτές, όπως αναφέρει η «Figaro», είναι έτοιμες να φορολογήσουν την κατανάλωση κρέατος. Στη Δανία, μάλιστα, έχει ήδη επιβληθεί ένας φόρος που επιβαρύνει κατά περίπου 2,50 ευρώ την τιμή του κιλού του βοδινού.

Είναι αλήθεια ότι η χορτοφαγία γίνεται όλο και περισσότερο της μόδας εσχάτως. Δεν χωρεί αμφιβολία, ωστόσο, ότι η φορολόγηση της κρεατοφαγίας είναι ένα αντιδημοφιλές μέτρο, ακόμη και σε κοινωνίες με υψηλό αίσθημα περιβαλλοντικής ευθύνης, όπως είναι η δανέζικη – γι’ αυτό και η επιπλέον οριζόντια φορολόγηση του κρέατος που επέβαλε η κυβέρνηση της Κοπεγχάγης είναι αναμφισβήτητα μια γενναία πολιτική απόφαση. Είναι, όμως, μια απόφαση που ίσως καθιστά την κατανάλωση κρέατος αντικειμενικά απαγορευτική για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Γι’ αυτό και ελέγχεται ως υπερβολικά επιθετική και κοινωνικά άδικη.

«Είμαι πολύ σκεπτικιστής σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση με γνώμονα την καταναλωτική συμπεριφορά των ανθρώπων. Τους φόρους που σε εξαναγκάζουν να αλλάξεις συνήθειες. Προτιμώ ο ίδιος στόχος, η αλλαγή των καθημερινών μας συνηθειών, να επιτυγχάνεται με μια δουλειά σε βάθος, με την πειθώ και με παιδαγωγικό τρόπο. Τα αποτελέσματα, βέβαια, δεν θα είναι άμεσα, αλλά αξίζει τον κόπο» σημειώνει από την πλευρά του ο Γκαέλ Πλεμκόκ, συγγραφέας του δοκιμίου «L’économie écologique» (εκδόσεις «La Découverte»).