Την περαιτέρω διερεύνηση των ευθυνών του Μάκη Βορίδη και του Μάριου Σαλμά ζήτησε η κυβερνητική πλειοψηφία στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, στην βάση του σκεπτικού που περιέχεται στο πόρισμα που συνέταξε για την υπόθεση των διαγνωστικών αρθροσκοπήσεων. Πάντως η ΝΔ αντέδρασε υποστηρίζοντας ότι δεν προκύπτει ευθύνη των πολιτικών προσώπων που διαχειρίστηκαν την υπόθεση αντιθέτως, όπως δήλωσε ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, αν υπάρχει ζημία θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διερεύνηση αλλά αυτή θα αφορά την περίοδο Ξανθού – Πολάκη στο υπουργείο Υγείας, κατά την οποία έγιναν οι επίμαχες ιατρικές πράξεις.
Ενώ αίσθηση προκάλεσε η στάση της ΔΗΣΥ η οποία τήρησε ίσες αποστάσεις από τις δυο απόψεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Ενδεικτική πάντως των διαθέσεων της πλειοψηφίας είναι η δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Σάκη Παπαδόπουλου, ο οποίος, αν και στο πόρισμα δεν αναφέρεται αν η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Δικαιοσύνη ή την Βουλή, είπε ότι «πρέπει να υπάρξει τιμωρία εκ μέρους της δικαιοσύνης». «Εμείς δεν βιαζόμαστε να τιμωρήσουμε», σημείωσε ο ίδιος, λέγοντας ότι «νιάου- νιάου στα κεραμίδια κάνει ότι ο Σαλμάς γνώριζε για την υπερκοστολόγηση και έσπευσε να επωφεληθεί».
Πάντως για τον εισηγητή της ΝΔ κ. Κεφαλογιάννη το θέμα της τιμολόγησης των διαγνωστικών αρθροσκοπήσεων προέκυψε 8 μήνες μετά την λήξη της θητείας στο υπουργείο Υγείας του κ. Βορίδη, για τον οποίο είπε ότι υπέγραψε την επίμαχη απόφαση στηριζόμενος στην ομόφωνη γνωμοδότηση του ΚΕΣΥ. Μάλιστα ανέφερε ότι τυχόν διαφοροποίησή του με την γνωμοδότηση αυτή «θα δημιουργούσε θέμα νομιμότητας». Τόνισε δε ότι είναι «αυθαίρετος και ανυπόστατος ο ισχυρισμός», ότι «όσοι ενεπλάκησαν στην κοστολόγηση έχουν πολιτική σχέση με τη ΝΔ» και παραγνωρίστηκε ότι το ΚΕΣΥ έλαβε ομόφωνη απόφαση και είναι επιστημονικός φορέας.
Όπως είπε το ΚΕΣΥ είναι πολυμελές όργανο, δεν είναι κομματικό όργανο. Όσον αφορά τις καταγγελίες περί κομματικής μεθόδευσης για την κοστολόγηση της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, επικαλέστηκε την υπουργική απόφαση Πολάκη που ανακάλεσε αναδρομικά την απόφαση Βορίδη μόνο για το σκέλος της κοστολόγησης. «Όσοι ενεπλάκησαν στην διαδικασία επανακοστολόγησης διατηρούσαν την ιδιότητα του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ», είπε, τονίζοντας ότι «θα πρέπει να δοθούν εξηγήσεις και να αναζητηθούν ευθύνες» για τον «αυθαίρετο τρόπο τιμολόγησης στα 320 ευρώ». Ζήτησε συγκεκριμένα, να ερευνηθεί «αν η ακύρωση στην πράξη της εν λόγω εξέτασης εξαιτίας της νέας τιμής επιφέρει ζημία στο Δημόσιο», ενώ υποστήριξε ότι «η πραγματοποίηση των όποιων εξετάσεων έγιναν από τα δυο διαγνωστικά κέντρα δεν επιβάρυνε τον ΕΟΠΥΥ».
Όπως είπε, «η τιμή στο ιατρείο δεν επηρέασε ουδόλως το ποσό που πλήρωσε ο ΕΟΠΥΥ το 2015 και 2016. Είτε κόστιζε 1.500 είτε 300 είτε 1,5 εκ., ο ΕΟΠΥΥ θα πλήρωνε ένα συγκεκριμένο ποσό», ανέφερε, διαπιστώνοντας ότι «ζημία με την τυπική έννοια του όρου δεν υπήρξε». «Ανεξάρτητα από την τιμή ο ΕΟΠΥΥ πλήρωσε 302 εκ. ευρώ», συμπλήρωσε για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «στην υποθετική περίπτωση ότι υπάρχει ζημία να αναζητηθούν ευθύνες στους Πολάκη και Ξανθού και όχι για Βορίδη Γρηγοράκο», υπενθυμίζοντας ότι οι αρθροσκοπήσεις «έγιναν όλες επί ΣΥΡΙΖΑ». Επιπλέον, για τον κ. Σαλμά, είπε ότι «σε κανένα έγγραφο και κατάθεση δεν φαίνεται να παρενέβη με κανένα τρόπο για την απόφαση του ΚΕΣΥ». Συνεπώς για την ΝΔ «δεν προκύπτει ευθύνη των πολιτικών προσώπων που διαχειρίστηκαν την υπόθεση». «Αντιθέτως θεωρούμε αν υπάρχει ζημία θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω διερεύνηση για την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ», είπε ο κ. Κεφαλογιάννης.
Ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής Αντ. Μπαλωμενάκης παρενέβη για να τον ρωτήσει: «Δηλαδή θεωρείτε επιλήψιμο ότι μειώθηκε η τιμή;». Ενώ ο Χ. Τζαμακλής του ΣΥΡΙΖΑ του είπε: «Αν προσπαθείτε να πείσετε ότι Πολάκης και Ξανθός άφησαν τον Σαλμά να βγάζει τα 1.500άρια, ε, δεν νομίζω…».
Από την πλευρά της ΔΗΣΥ η Εύη Χριστοφιλοπούλου τόνισε πως «είναι φανερό ότι η υπόθεση είναι εξαιρετικά περίπλοκη ως προς την διαπίστωση και περιγραφή ποινικού αδικήματος», ωστόσο υπογράμμισε ότι «μπορεί το δημόσιο να μην ζημιώθηκε αλλά η πράξη καθαυτή γεννά πολλά ερωτηματικά για μια εξέταση 1.500 ευρώ σε ιατρείο», υιοθετώντας την άποψη που διατυπώνεται και στο πλειοψηφικό πόρισμα ότι υπάρχουν «σοβαρές υπόνοιες για συμπαιγνία και μεθοδεύσεις».
Αναφορικά με την εμπλοκή Βορίδη, επισήμανε ότι η απόφαση που υπέγραψε δεν δημοσιεύθηκε ποτέ ενώ παρήγαγε αποτελέσματα, όμως «δεν μπορείς να πει ότι ο υπουργός γνώριζε όταν είχε μια ομόφωνη απόφαση του ΚΕΣΥ». Όπως είπε χαρακτηριστικά «η υπουργική απόφαση έπασχε πολλαπλώς και εκτελέστηκε αλλά δεν μπορεί να δικαιολογήσει και να τεκμηριώσει την συμπαιγνία, τον δόλο». «Η ύπαρξή της δεν μπορεί να τεκμηριώσει την περιγραφή του ποινικού αδικήματος», διαπίστωσε η κυρία Χριστοφιλοπούλου.
Για αυτό και θεώρησε σκόπιμη την περαιτέρω διερεύνηση από την Δικαιοσύνη, αν και όπως επανέλαβε, «δεν μπορούμε να περιγράψουμε αδικήματα». «Είναι δύσκολο να τεκμηριώσει κανείς με αποδείξεις το αδίκημα της απιστίας περί την υπηρεσία ή της απλής απιστίας», πρόσθεσε. Όσον αφορά την ευθύνη του κ. Σαλμά, τόνισε ότι «ενήργησε αποκλειστικά ως ιατρός», ενώ όσον αφορά την εξέταση «δεν προκύπτει ότι τα παραπεμπτικά συνιστούν ψευδή βεβαίωση και άρα δεν τεκμηριώνεται ποινική ευθύνη». Όπως πρόσθεσε πως «το ότι εκμεταλλεύθηκαν μια εσφαλμένη ή μεθοδευμένη απόφαση των αρμοδίων οργάνων της κυβέρνησης δημιουργεί ερωτηματικά, αλλά δεν τεκμηριώνει την περιγραφή ποινικού αδικήματος». Και ζήτησε τα πορίσματα να αποσταλούν στην Δικαιοσύνη. «Χρήζει διερεύνησης από την Δικαιοσύνη και για μας όλη αυτή η ιστορία μπορεί να κλείσει σε ένα πόρισμα όμως δεν πρέπει να κλείσει από την Δικαιοσύνη», υπογράμμισε
Για το Ποτάμι «δεν προκύπτουν πολιτικές ή ποινικές ευθύνες για την απόφαση κοστολόγησης (από τον Μ. Βορίδη), καθώς είχε ομόφωνη απόφαση του ΚΕΣΥ», είπε ο Γ. Μαυρωτάς, ενώ ερωτηματικά διατύπωσε για τον κ. Σαλμά κάνοντας λόγο για «ενδείξεις διακριτικής μεταχείρισης της εταιρείας που σχετίζεται με τον Μ. Σαλμά». «Δεν ήταν ένας απλός βουλευτής. Παρευρισκόταν σε συσκέψεις υπηρεσιακών παραγόντων», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η θέση του ΚΚΕ, όπως διατυπώθηκε από τον Γ. Λαμπρούλη, είναι η διαβίβαση του φακέλου στη Δικαιοσύνη ώστε να διερευνηθούν και να αποδοθούν ποινικές ευθύνες εφόσον υπάρχουν, ενώ εκ μέρους των ΑΝΕΛ ο Αθ. Παπαχριστόπουλος τόνισε ότι «Βορίδης και Γρηγοράκος (τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας) είχαν πέντε αρνητικές γνωμοδοτήσεις από τις υπηρεσίες των υπουργείων τους και τις πέταξαν στα σκουπίδια». «Η ιστορία αυτή βγάζει μάτι», υποστήριξε ο ίδιος.
Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αννέτα Καββαδία τόνισε ότι είναι «ευκρινής η αναγκαιότητα να σταλεί το πόρισμα στην Δικαιοσύνη για να διερευνηθούν και τυχόν ποινικές ευθύνες», ενώ αναφέρθηκε σε «μεθοδεύσεις υπερκοστολόγησης και επιβάρυνσης του δημοσίου συμφέροντος» καθώς «η διαγνωστική αρθροσκόπηση είχε εξισωθεί με μια επεμβατική μέθοδο με κλινική εξέταση που διενεργείται στα δημόσια νοσοκομεία». Χαρακτήρισε δε «υπερβολική και αυθαίρετη την κοστολόγηση που από τα 1.500 ευρώ έπεσε επί ΣΥΡΙΖΑ στα 300 ευρώ».