«Κερδισμένη προφανώς είναι η Εκκλησία γιατί έγιναν πανηγυρικά δεκτά όλα τα ιστορικά και νομικά της επιχειρήματα». Αυτό τονίζει ο Ευ. Βενιζέλος, μιλώντας στο iefimerida και κρίνοντας τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου.
Σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης: «Η κυβέρνηση αποδέχθηκε ότι το κράτος καταβάλλει επί δεκαετίες και θα συνεχίσει να καταβάλλει τη μισθοδοσία του κλήρου ως αποζημίωση και μάλιστα ανεπαρκή για την απαλλοτρίωση μεγάλου μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας στο παρελθόν. Η πολιτεία επιβεβαιώνει και ανανεώνει στο διηνεκές την αναγνώριση αυτή, αναλαμβάνοντας σχετικές νομικές υποχρεώσεις. Εφόσον βεβαίως αυτές οι παραδοχές καταστούν νόμος του κράτους ψηφισμένος από τη Βουλή, γιατί ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δεν έχουν αρμοδιότητα να αναλαμβάνουν παρόμοιες δεσμεύσεις. Προς το παρόν υπάρχει μια δήλωση προθέσεων που προφανώς τελεί υπό την αίρεση της νομοθετικής ρύθμισης των σχετικών θεμάτων.
Ερώτηση: Η κοινή εταιρεία για την αξιοποίηση της περιουσίας που είναι υπό αμφισβήτηση μεταξύ κράτους και εκκλησίας είναι συνέχεια της συμφωνίας του 2014;
Το 2014 είχε συσταθεί εταιρεία με τη συμμετοχή του δημοσίου και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών για την αξιοποίηση της μη αμφισβητούμενης περιουσίας της δεύτερης. Η συμφωνία δεν περιελάμβανε την Εκκλησία της Ελλάδος συνολικά. Πολύ περισσότερο δεν αφορούσε την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα που υπάγονται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τώρα το μνημόνιο Τσίπρα – Ιερώνυμου αφορά αμφισβητούμενη περιουσία που διεκδικεί το κράτος από την εκκλησία ή το αντίστροφο. Δεν μπορεί να αφορά τυχόν δικαιώματα τρίτων. Επίσης δεν είναι προφανές όταν λέμε «Εκκλησία της Ελλάδος» ποια ακριβώς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα αφορά ( μητροπόλεις, ναούς, μονές κοκ). Ούτε υπάρχει πρόβλεψη για τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα εκτός Εκκλησίας της Ελλάδος. Στο μέτρο επίσης που υπονοείται συμβιβαστική επίλυση εκκρεμών δικαστικών διαφόρων, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 100Α του Συντάγματος για τις αρμοδιότητες του ΝΣΚ .
Ερώτηση: Γίνεται πράγματι βήμα προς τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος με την διαγραφή των κληρικών από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής και την καταβολή των μισθών τους από την Εκκλησία και όχι από το Δημόσιο;
Όχι, καθόλου. Οι μισθοί δεν θα καταβάλλονται μεν από το κράτος μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών, αλλά το κράτος θα καταβάλει ισόποση επιχορήγηση στην Εκκλησία που είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, προκειμένου αυτή να καταβάλει τους μισθούς. Οι κληρικοί εξακολουθούν να είναι υπάλληλοι νπδδ και το ποιοι φορείς ανήκουν στη γενική κυβέρνηση καθορίζεται από την Eurostat. Η δημόσια δαπάνη θα είναι ίδια, με τις ίδιες δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Ερώτηση : Γιατί διαμαρτύρονται όμως έντονα οι κληρικοί και ανησυχούν ;
Το θεωρώ εύλογο. Θέλουν να υπάρχει νομική και οικονομική ασφάλεια, βεβαιότητα και διαφάνεια ως προς τον μισθό με τον οποίο ζουν οι οικογένειες των έγγαμων κληρικών. Η Εκκλησία διοικείται επισκοποκεντρικά για λόγους εκκλησιολογικούς που είναι αντικείμενο μεγάλης θεολογικής συζήτησης. Ο απλός παπάς θέλει εύλογα να είναι υπηρεσιακά και μισθολογικά ασφαλής. Επίσης θέλει σαφείς ρυθμίσεις ως προς το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό του καθεστώς ιδίως μετά την 1.1.2017 που υπήχθη στον ΕΦΚΑ.
Ερωτηση : Η συμφωνία αυτή εναρμονίζεται με την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ στην οποία προτείνει την εισαγωγή της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους ;
Πολύ δύσκολα. Θρησκευτική ουδετερότητα σημαίνει κλιμακωτά είτε απουσία κρατικής πίεσης προς μια θρησκευτική κατεύθυνση, είτε απουσία κρατικής προτίμησης προς μια θρησκευτική κατεύθυνση, είτε απάλειψη του θρησκευτικού στοιχείου από την κρατική σφαίρα. Εδώ υπάρχει μια οικονομική και θεσμική συμφωνία λόγω των βαθύτατων ιστορικών δεσμών ορθόδοξης εκκλησίας και κράτους, εν προκειμένω ως προς την περιουσία. Όμως, ούτως ή άλλως, κατά το ισχύον Σύνταγμα η Ελλάδα είναι χώρα θρησκευτικά φιλελεύθερη, ισχύει – πρέπει να ισχύει- η θρησκευτική ελευθερία για όλους χωρίς περιορισμούς.
Πρέπει να γίνεται σεβαστή η ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ. Η δε έννοια της επικρατούσας θρησκείας είναι ιστορικού και περιγραφικού περιεχομένου και δεν μπορεί να θεμελιώσει περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας. Το πρακτικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί αν και άλλες θρησκευτικές κοινότητες ή αλλά εκκλησιαστικά ή νομικά πρόσωπα της ήδη ισχύουσας νομοθεσίας ζητήσουν κρατική επιχορήγηση για τους μισθούς των λειτουργών τους, όπως συμβαίνει στη θρησκευτικά ουδέτερη Γερμανία, όπου ιστορικά έπρεπε να συνυπάρξουν καθολικοί και προτεστάντες.