Με μια από τις συνήθεις επικοινωνιακές πιρουέτες του ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να ξεπεράσει το σκόπελο του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας με μια συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο, που δημιουργεί εντυπώσεις, αλλά επί της ουσίας μεταθέτει το πρόβλημα. Όπως και στην πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση που κατέθεσε, από τη μια διατηρεί το ρόλο της επικρατούσας θρησκείας και από την άλλη αναγνωρίζει τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους.
Έτσι και στη χθεσινή δήλωση του από τη μια υποστηρίζει ότι επιδιώκει να ενισχύσει την αυτονομία της ελλαδικής εκκλησίας έναντι του ελληνικού κράτους, αναγνωρίζοντας όμως παράλληλα την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Κι αυτό θεωρεί ότι το επιτυγχάνει μεταφέροντας την πληρωμή των κληρικών στην ίδια την εκκλησία, όπου προηγουμένως όμως έχει μεταφέρει τους ανάλογους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο μάλιστα θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του ελληνικού Δημοσίου!
Με την τακτική αυτή ο κ. Τσίπρας θεωρεί προφανώς ότι και την εκκλησία εξυπηρετεί και τους ψηφοφόρους δεν ενοχλεί και παριστάνει τον μεταρρυθμιστή. Προφανώς πρόκειται για μια μικρή βελτίωση σε σχέση με το σημερινό καθεστώς που απέχει όμως πόρρω από τη διακηρυγμένη θέση του κόμματος του, για πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων ακολουθεί την ορθόδοξη πίστη. Σε μια σύγχρονη δημοκρατία όμως όπου ο κανόνας είναι η θρησκευτική ελευθερία, δεν μπορεί η Ορθοδοξία να έχει δεσπόζουσα θέση στη δημόσια και την κοινωνική ζωή. Το έχουμε διαπιστώσει ποικιλοτρόπως με τις συγκρούσεις για το μάθημα των θρησκευτικών, την προνομιακή μεταχείριση των χώρων λατρείας ή το πλήθος των θρησκευτικών εικόνων σε δημόσιους χώρους.
Φαίνεται λοιπόν ότι για μια ακόμα φορά η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση χρησιμοποιείται από τον πρωθυπουργό ως εργαλείο, όχι για να λύσει υπαρκτά και χρόνια προβλήματα, αλλά ως μέσον για καιροσκοπικές και ψηφοθηρικές παρεμβάσεις.