Επί μήνες τώρα η δημόσια ζωή περιστρέφεται γύρω από το θέμα των συντάξεων. Είτε με αφορμή την ακύρωση των νομοθετημένων περικοπών, είτε με τα αναδρομικά που δικαιούνται κάποιες ομάδες συνταξιούχων. Δεν αμφισβητεί κανείς, σε μια χώρα όπου το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι συνταξιούχοι, ότι το θέμα απασχολεί μια τεράστια κοινωνική ομάδα.
Αν συνυπολογίσει μάλιστα κανείς ότι βρισκόμαστε σε οιονεί προεκλογική περίοδο και η ψήφος των συνταξιούχων θα είναι καθοριστική για την ηγεμονία στις κάλπες, είναι προφανές ότι όλα τα κόμματα προσπαθούν να χαϊδέψουν τα αυτιά τους. Όλοι σχεδόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις πλειοδοτούν σε υποσχέσεις, αν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα χρήματα που απαιτούνται δεν φτάνουν για να ικανοποιηθούν όλοι.
Ενδεικτική αυτού του κλίματος είναι η στάση της κυβέρνησης. Που τη μια μέρα προτρέπει τους συνταξιούχους να καταθέσουν αιτήσεις για αναδρομικά και την επομένη, διαπιστώνοντας το ανέφικτο των υποσχέσεων, σπεύδει να τους προσγειώσει.
Είναι προφανές ότι με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ στην καλύτερη περίπτωση θα εμπλακούν σε μια ατέλειωτη δικαστική διαμάχη που θα πάρει χρόνια για να τελειώσει και με αμφίβολα αποτελέσματα.
Βολεύει όμως καιροσκοπικά να συντηρούνται ελπίδες και να καλλιεργούνται προσδοκίες που στην πράξη δεν έχουν αντίκρισμα. Αυτό γινόταν άλλωστε επί δεκαετίες με αποτέλεσμα το σημερινό χάλι του ασφαλιστικού συστήματος.
Είτε μας βολεύει είτε όχι κάποια στιγμή πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μια χώρα συνταξιούχων δεν έχει μέλλον. Προφανώς και οι -πραγματικοί- απόμαχοι της ζωής δικαιούνται μια αξιοπρεπή σύνταξη . Σε μια χώρα όμως που παλεύει να ξεφύγει από το καθεστώς χρεοκοπίας, κάποιος πρέπει να πει ότι δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα που παράγουν ευρώ.
Μόνο αν η οικονομία καταφέρει να πάρει μπρος, μόνο αν αυξηθεί η απασχόληση, μόνο αν υπάρξουν αξιοπρεπείς μισθοί, θα μπορέσουν και οι συνταξιούχοι να δουν καλύτερες μέρες. Όλα τα άλλα είναι φρούδες ελπίδες και μικροκομματικά παιγνίδια, για άγρα ψήφων που δεν οδηγούν πουθενά…