Ούτε μια από τις κορυφαίες διαδικασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, την Συνταγματική Αναθεώρηση, δεν σέβεται ο Αλέξης Τσίπρας και την «εργαλειοποιεί» για μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Οι προτάσεις που κατέθεσε αλλά κυρίως ο τρόπος που τις παρουσίασε δείχνει ότι στην κυβέρνηση θέλουν από την αρχή να δυναμιτίσουν τον κλίμα και να ακυρώσουν κάθε ελπίδα διακομματικής συναίνεσης. Αυτό το κορυφαίο γεγονός, που θα έπρεπε να συγκεντρώνει ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή, τείνει να μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Και τελικά να χαθεί μια ακόμη χρυσή ευκαιρία να γίνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση εμφανίζεται εγκλωβισμένη στις εμμονές της και τις ιδεοληψίες της κι επί της ουσίας είτε δεν τολμά να «σπάσει αυγά», όπως στην περίπτωση της Εκκλησίας ή ακόμη και στο θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, είτε καταφεύγει σε προτάσεις που προκαλούν γέλιο. Χθες ο Αλέξης Τσίπρας, αντί να μιλήσει συναινετικά και να κάνει σε όλους ένα προσκλητήριο συνεννόησης για να γίνουν οι μεγάλες αλλαγές, ουσιαστικά έφερε νέους διχασμούς.
Η επίθεση που εξαπέλυσε κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι δήθεν δε θέλει κατά βάθος της αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ήταν το μήνυμα που έστειλε. Ότι θέλει να συνεννοηθεί με όλους αλλά να υλοποιήσει τις δικές του προτάσεις. Και καταφεύγει ακόμη και σε fake news καθώς η ΝΔ και κυρίως ο Κ. Μητσοτάκης, ήταν υπέρ της αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης δε θέλουν τη Συνταγματική Αναθεώρηση γιατί φοβούνται την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών», αναφέρει ανακοίνωση από το Μαξίμου.
«Ο λαός τους κρίνει και για κακή τους τύχη, τους έχει πάρει χαμπάρι». Είναι η ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου που επί της ουσίας είναι και η ταφόπλακα στην όποια συναίνεση θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Η ΝΔ είχε θυμίσει στον Τσίπρα τι ζητούσε από το 2014. Τον Νοέμβριο του 2006 ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο βουλευτής που εισηγήθηκε να ενταχθεί στην αναθεώρηση η αλλαγή του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών. Κανείς από το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν τη συνυπέγραψε.
Τον Μάιο του 2014 ο κ. Τσίπρας κατήγγειλε ως “άκαιρη” την πρόταση αναθεώρησης της κυβέρνησης Σαμαρά και λίγους μήνες μετά έριξε την κυβέρνηση συμπράττοντας με τη Χρυσή Αυγή, τον Πάνο Καμμένο και τον Φώτη Κουβέλη. Το έπραξε, μάλιστα, εργαλειοποιώντας την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας που θέλει σήμερα να αλλάξει.
Τον Ιανουάριο του 2016 αρνήθηκε να απαντήσει στην πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για μια γενναία και συναινετική αναθεώρηση την οποία θα στήριζαν από κοινού κυβέρνηση και αντιπολίτευση».
Αυτή η… ωραία ατμόσφαιρα συνδέεται και με τις αντιδράσεις και των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης που έκαναν λόγο για επικοινωνιακά παιχνίδια και για αξεπέραστες ιδεοληψίες.
Κάλπες παντού
Χαρακτηριστικό του κλίματος που διαμορφώνεται είναι και η πρόταση – έκπληξη για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια εκλογή που έτσι όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει, είναι σίγουρο πως θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Και στήνεται μια φαρσοκωμωδία με κάλπες στη Βουλή κάθε μήνα. Συγκεκριμένα προτείνουν:
Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει να εκλέξει ΠτΔ με την πλειοψηφία των απαιτούμενων σήμερα 3/5, ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει εκλογή από το λαό, αποσυνδέοντας το θέμα από την ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας.
Ειδικότερα, το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει πλειοψηφία 200 βουλευτών στην πρώτη ψηφοφορία και πλειοψηφία 180 στις άλλες δύο.
Μετά την αδυναμία εκλογής κατά την τρίτη και τελευταία ψηφοφορία, αποφασίστηκε να διεξάγεται μια ψηφοφορία ανά μήνα και για ένα εξάμηνο μέχρι να καταστεί εφικτή η εν λόγω πλειοψηφία των 180 βουλευτών. Στο κρίσιμο αυτό εξάμηνο, πρόεδρος θα παραμένει ο ίδιος.
Αν και μετά το εξάμηνο δεν καταστεί εφικτή η επίτευξη πλειοψηφίας, τότε θα αποφασίζει ο λαός μέσω απ’ ευθείας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Νωρίτερα, χθες μιλώντας στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας είχε πει ότι υπάρχουν δύο λύσεις: Η μία, είναι να περιοριστεί η αναγκαία πλειοψηφία κατά την τρίτη και τελευταία ψηφοφορία από του 180, στους 151 βουλευτές, ώστε να μην προκληθούν πρόωρες εκλογές και η δεύτερη η απευθείας εκλογή του Υπατου Πολιτειακού άρχοντα, από τον λαό. Κάλεσε δε τους βουλευτές του να αποφασίσουν ποια από τις δύο θα προκρίνουν, όπως και έγινε.
Δείγμα του βέρτιγκο που βρίσκεται η κυβέρνηση ή καλύτερα της ιδεοληπτικής αντιμετώπισης ακόμη και της συνταγματικής αναθεώρησης είναι η πρόταση για την απλή αναλογική. Ο Τσίπρας ζήτησε επί της ουσίας να μπει στο Σύνταγμα η απλή αναλογική όταν δεν κατάφερε να έχει πλειοψηφία στη Βουλή για να περάσει το νομοσχέδιο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Κι επίσης, εντελώς λανθασμένο είναι και το σημείο όπου δείχνει να χρησιμοποιεί την συνταγματική αναθεώρηση ως ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε χθες εκτενώς στα… μεγάλα επιτεύγματα της κυβέρνησής του για να καταλήξει: «Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε πιο ριζοσπαστικά με τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος».
Η κουτοπόνηρη τακτική του Τσίπρα βάζει στο ίδιο τσουβάλι τις «επιτυχίες» της κυβέρνησής του με την κορυφαία στιγμή της Δημοκρατίας που πρέπει να ακολουθήσει, δηλαδή τις συνταγματικές αλλαγές. Μα αυτό δεν μπορεί να δώσει ευκαιρία για ευρεία συναίνεση που έχει ανάγκη το Σύνταγμα. Και δεν μπορεί να είναι εργαλείο του Μαξίμου προκειμένου να «πολεμήσει το κατεστημένο» ή να βάλει το Σύνταγμα στη μέση, μεταξύ των ελίτ και του λαού, όπως είπε χθες.
Ακόμη και η θεσμοθέτηση της διενέργειας δημοψηφισμάτων για σημαντικά εθνικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το έχει αρνηθεί κατηγορηματικά δείχνει ότι οι προτάσεις εμφορούνται από εμμονές.
Προεκλογικό παιχνίδι
Είναι φανερό ότι ο Τσίπρας προσπαθεί να μετατρέψει τη συνταγματική αναθεώρηση σε προεκλογικό παιχνίδι ώστε να εμφανιστεί ως ο μεγάλος μεταρρυθμιστής. Γι’ αυτό και θα επιμείνει στην πρότασή του για τις τρεις θητείες βουλευτών, στις αλλαγές (έστω και άτολμες) των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους κ.λπ.
Από την πρώτη ημέρα φάνηκε ότι η συζήτηση θα ναυαγήσει και θα χαθεί πολύτιμος χρόνος μόνο και μόνο γιατί ο Τσίπρας ήθελε να φτιάξει τη δική του ατζέντα για να ξεχαστεί η σύγκρουση Καμμένου – Κοτζιά και τα μύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του. Οι κακές προτάσεις που κατέθεσε, αλλά και αυτές που απουσιάζουν (άρθρο 16 για τα ιδιωτικά ΑΕΙ) δείχνουν ότι όλα έγιναν στο… γόνατο. Παρά το γεγονός ότι από το 2016 ο Τσίπρας είχε εκκινήσει το διάλογο για την συνταγματική αναθεώρηση (μετά του Κιμούλη και άλλων άσχετων) επί δύο χρόνια δεν έγινε τίποτε. Ερχεται τώρα άρον άρον και προεκλογικά να καταθέσει τις προτάσεις του, οι οποίες δεν θα τύχουν ευρύτερης πλειοψηφίας.