Ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών στην Έσση εστιάζοντας στην ήττα των παραδοσιακών κομμάτων, στο «Βατερλώ» των Σοσιαλδημοκρατών και στον μεγάλο κερδισμένο: το κόμμα των Πρασίνων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στο κρατίδιο της Έσσης σχολιάζει και αναλύει εκτενώς ο γερμανικός Τύπος, εστιάζοντας στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κόμματα του «μεγάλου συνασπισμού», την θεαματική ανάκαμψη των Πρασίνων αλλά και την σταθερή πλέον παρουσία του ακροδεξιού AfD, το οποίο, όπως σημειώνει το Spiegel Online «εκπροσωπείται πλέον στα κοινοβούλια και των 16 κρατιδίων, πέρα από την Ομοσπονδιακή Βουλή και τη μια έδρα που έχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
To Spiegel στην ίδια ανάλυση σημειώνει ότι «η γοητεία των παραδοσιακών κομμάτων μειώθηκε και πάλι δραματικά» και ότι «το CDU στην Έσση επιτυγχάνει το χειρότερο αποτέλεσμα τα τελευταία 50 και πλέον χρόνια. Οι πρώτες αναλύσεις ερευνητικών ινστιτούτων δείχνουν ότι η παρουσία της καγκελαρίου δεν βοήθησε στην προεκλογική εκστρατεία, όπως λένε ακόμη και οι ψηφοφόροι του κόμματός της. (…) Για το SPD η συντριβή συνεχίζεται σε ένα κρατίδιο στο οποίο παραδοσιακά ήταν εδραιωμένο το κόμμα. Κάποτε το SPD ήταν το κόμμα της Έσσης. […] Η ήττα στην Έσση, που αποτελεί το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1946, θα φέρει στο SPD νέες αναταραχές». Όσο για τους Πρασίνους, το Spiegel αναφέρει ότι ήταν «ο νικητής της εκλογικής βραδιάς. Οι Πράσινοι βιώνουν ξανά ανάκαμψη, επωφελούμενοι από την κρίση στο SPD. Μετά τη Βαυαρία, όπου πριν από δύο εβδομάδες διπλασίασαν τα ποσοστά τους, ανέκαμψαν επίσης και στην Έσση».
Η «πράσινη τύχη» και το «Βατερλώ του SPD»
Από την πλευρά της η Süddeutsche Zeitung στο πρωτοσέλιδό της εστιάζει στις μεγάλες απώλειες για το CDU και το SPD σημειώνοντας ότι «τα δύο κόμματα βιώνουν μια πανωλεθρία» ενώ παράλληλα συσχετίζει το εκλογικό αποτέλεσμα της Έσσης με εκείνο της Βαυαρίας. Με το εκλογικό αποτέλεσμα της Έσσης, σημειώνει η SZ, «αυξάνεται η πίεση που ασκείται στις επικεφαλής των κομμάτων του κυβερνώντος συνασπισμού στο Βερολίνο, την Άγκελα Μέρκελ( (CDU) και την Αντρέα Νάλες (SPD). Ήδη στις εκλογές στη Βαυαρία πριν δύο εβδομάδες το CSU (σς: το αδελφό κόμμα του CDU που μετέχει επίσης στην κυβέρνηση) έχασε την απόλυτη πλειοψηφία και το SPD έλαβε μονοψήφιο ποσοστό, που σημαίνει ότι κατέληξε στην πέμπτη θέση σε σύνολο έξι κομμάτων στο βαυαρικό κοινοβούλιο».
Την άνοδο των Πρασίνων και την εκλογική επιτυχία του Τάρεκ αλ Ουαζίρ, που οδήγησε τους Πρασίνους να διπλασιάσουν το ποσοστό τους, σχολιάζει η Frankfürter Allgemeine Zeitung σε άρθρο με τίτλο «H πράσινη τύχη» σημειώνοντας: «Πριν από δύο εβδομάδες σε δημοσκόπηση ρώτησαν πολίτες εάν θα προτιμούσαν ως πρωθυπουργό στην Έσση τον νυν πρωθυπουργό Φόλκερ Μπουφιέ (CDU) ή τον Σοσιαλδημοκράτη Τόρστεν Σέφερ-Γκούμπελ. Η ψηφορία έκλεισε σαφώς υπέρ του Μπουφιέ. Το αποτέλεσμα θα ήταν όμως διαφορετικό αν είχαν ρωτήσει και για τον Ταρέκ αλ Ουαζίρ, που εδώ και πέντε χρόνια συμμετέχει στην τοπική κυβέρνηση με τους Πρασίνους. Σε άλλη ερώτηση ο ίδιος βγήκε με διαφορά ο πιο δημοφιλής πολιτικός της Έσσης». Όπως σημειώνει η εφημερίδα, οι Πράσινοι «ήταν προ πολλού προσχεδιασμένο ότι δεν θα κατέβαιναν στις εκλογές με την αξίωση να συγκεντρώσουν όλους τους ψηφοφόρους. Στο μεταξύ τους αρκεί να γίνουν τόσο ισχυροί ώστε να μην μπορεί η διακυβέρνηση να ασκείται εναντίον τους. […] Οι Πράσινοι κατάφεραν με το δικό τους ‘Υes we can’ να γίνουν μια επιτυχημένη αντιπρόταση σε μια πολιτική του φόβου και της αντίδρασης».
Η FAZ σχολιάζει επίσης την καταβαράθρωση του SPD και εξετάζει τους λόγους που το οδήγησαν σε αυτό το σημείο σημειώνοντας: «Η ειρωνεία θα ήταν μετά από 20 χρόνια το SPD να συμμετάσχει ξανά στην τοπική κυβέρνηση αλλά μόνο ως μικρός εταίρος μετά τους Πρασίνους». Όπως αναφέρει το σχόλιο, κανείς στην ηγεσία του SPD δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η «ανανέωση» του κόμματος δεν μπορεί να συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο». Επίσης αναζητώντας τους λόγους που οδήγησαν στην πτώση των Σοσιαλδημοκρατών σημειώνει: «Για τον μαρασμό του SPD δεν ευθύνεται όμως μόνο η Μέρκελ. Η παρακμή ξεκίνησε μετά την ‘Ατζέντα 2010’. Τα ηγετικά στελέχη τους σε θέσεις που σχετίζονται με την οικονομία έχουν έκτοτε στιγματιστεί ως ‘νεοφιλελεύθεροι’ ενώ η αριστερή πτέρυγα κυβερνά καθοδικά το κόμμα εποφθαλμιώντας τους Πρασίνους και προσφάτως παρακολουθώντας με πανικό το AfD. Για το λόγο αυτό το SPD έχει χάσει πια τη δική του γλώσσα και στα κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό. Όχι μόνο στη Β. Ρηνανία-Βεστφαλία αλλά και στη βιομηχανική Έσση το SPD βιώνει το δικό του Βατερλώ».
Θα γίνει η Ιταλία η επόμενη Ελλάδα της ευρωζώνης;
Συνέντευξη στην Ηandelsblatt παραχώρησε ο υπ. Οικονομικών της Αυστρίας Χάρτβιγκ Λέγκερ, η χώρα του οποίου έχει μέχρι το τέλος του χρόνου την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ. Ένα από τα θέματα που μονοπωλούν τους τελευταίους μήνες της αυστριακής προεδρίας είναι η διαμάχη Ιταλίας-EE για τον ιταλικό προϋπολογισμό. Σε ερώτηση σχετικά με τον η ευρωκρίση βρίσκεται ενώπιον μιας νέας κρίσης χρέους αν λάβει κανείς υπόψη ότι γίνονται παραλληλισμοί μεταξύ της Ελλάδας του 2009 και της Ιταλίας του 2018, ο Χ. Λέγκερ απαντά: «Η ιταλική οικονομία είναι πιο σημαντική από την ελληνική. Και στην περίπτωση της Ιταλίας –σε αντίθεση με την Ελλάδα τότε- έχουν γίνει πάντως ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επομένως, η ελληνική κρίση χρέους δεν θα επαναληφθεί στην Ιταλία. Και δεν πρέπει να επαναληφθεί επειδή η Ιταλία είναι μια πολύ μεγαλύτερη χώρα με πολύ υψηλότερο χρέος».
Ωστόσο ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι ο «αυστριακός καγκελάριος Κουρτς συνέκρινε την Ιταλία με την Ελλάδα» και ρωτά στη συνέχεια τον υπ. Οικονομικώ αν διαφωνεί μαζί του. «Ακριβώς το αντίθετο», αναφέρει ο Χ. Λέγκερ, συμπληρώνοντας: «Είμαστε απολύτως σύμφωνοι ως προς το ότι οι κανόνες πρέπει να τηρούνται και ότι πρέπει να μπει τέλος στα πολύ υψηλά δημόσια χρέη στην Ευρώπη. Ασχέτως από αν πρόκειται για μικρές ή μεγάλες χώρες. Η ελληνική περίπτωση δεν πρέπει να επαναληφθεί». Τέλος σε ερώτηση αν η επιβράδυνση της ιταλικής οικονομίας που ενδέχεται να οδηγήσει τη χώρα στα όριά της και να την αναγκάσει να ζητήσει δανειοδοτική βοήθεια από τον ESM, o ίδιος αναφέρει ότι δεν βλέπει η Ιταλία να εξετάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Αλλά εάν πράγματι καταστεί αναγκαία η προσφυγή σε ένα τέτοιο πακέτο βοήθειας, αυτό θα έχει για την Ιταλία σοβαρές συνέπειες. Τα μέτρα λιτότητας και οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να υλοποιηθούν στην περίπτωση της Ελλάδας, θα έφερναν την Ιταλία ενώπιον μιας πολύ σκληρής πραγματικότητας».
Δήμητρα Κυρανούδη