Ενστάσεις αντισυνταγματικότητας εγείρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για διατάξεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες»). Μεταξύ αυτών και η διάταξη που προβλέπει ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης οφείλει να δηλώνει τα περιουσιακά στοιχεία και του εν διαστάσει συζύγου, ο δε εν διαστάσει σύζυγος οφείλει να εγκρίνει τη δήλωση του υπόχρεου, εφαρμοζομένης σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του ειδικής διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του οργάνου ελέγχου του «πόθεν έσχες». Η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής υποστηρίζει ότι σε κατάσταση διάστασης, το δεύτερο μέρος παύει να αποτελεί στενά συνδεόμενο πρόσωπο με τον υπόχρεο και η περιουσιακή τους κατάσταση παύει να είναι κοινή, ως εκ τούτου η σχετική υποχρέωση εκλείπει.

Το σκεπτικό αυτό παραπέμπει στην υπόθεση που έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με την μη υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης της συζύγου του προέδρου της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη, Μαρέβας Γκραμπόφσκι, την περίοδο που ήταν σε διάσταση. Υπενθυμίζεται ότι η αρμόδια εισαγγελία, η οποία και έκλεισε την σχετική υπόθεση, είχε αποφανθεί ότι η σύζυγος του κ. Μητσοτάκη δεν είχε υποχρέωση να καταθέσει κοινή δήλωση το διάστημα από 2006 έως 2014 καθώς την περίοδο εκείνη ήταν σε διάσταση, σκεπτικό το οποίο αποδέχεται τώρα η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής εγείροντας θέμα αντισυνταγματικότητας της σχετικής διάταξης του νομοσχεδίου.

Στην έκθεσή της μάλιστα η Επιστημονική Υπηρεσία αναφέρεται στην υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει την αξία του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι με το ελληνικό δίκαιο και τον Αστικό Κώδικα «καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής», και μόνον για τον λόγο αυτό.

Όπως αναφέρεται, εξάλλου, «οι εν διαστάσει σύζυγοι παύουν να θεωρούνται στενά συνδεόμενα πρόσωπα η δε περιουσιακή τους κατάσταση παύει να είναι κοινή» και ως εκ τούτου, για την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής «δεν προκύπτει με σαφήνεια η ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού του ν. 3213/2003 και του περιορισμού των συνταγματικών δικαιωμάτων των εν διαστάσει συζύγων, ως μέσου για την επίτευξη του σκοπού». «Ο σκοπός, εξ άλλου, της αποτροπής καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 3213/2003 θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα, λιγότερο επαχθή για τα δικαιώματα των υποκειμένων (όπως, λ.χ., της προσκόμισης δικαστικών ή εξώδικων εγγράφων από τα οποία προκύπτει με βεβαιότητα η επικαλούμενη διάσταση των συζύγων)», αναφέρουν μεταξύ άλλων οι συντάκτες της έκθεσης.

Ενστάσεις αντισυνταγματικότητας εγείρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής και για την υποχρέωση των δικαστικών να δηλώνουν μετρητά και τιμαλφή που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, καθώς και την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και του/της εν διαστάσει συζύγου. Για το πρώτο, στην έκθεσή της η Επιστημονική Υπηρεσία επικαλείται την απόφαση του ΣτΕ που είχε κηρύξει αντισυνταγματική την σχετική υπουργική απόφαση που αφορούσε το πόθεν έσχες των δικαστικών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά αυτό που προέβλεπε για την υποχρεωτική δήλωση μετρητών άνω των 15.000 ευρώ τα οποία βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή σε θυρίδες, αλλά και κινητών αξίας πάνω από 30.000 ευρώ. Η επίμαχη διάταξη όπως επαναδιατυπώθηκε στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, προβλέπει την αύξηση των ανώτατων ποσών και συγκεκριμένα την υποχρέωση δήλωσης για μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος και σε θυρίδες από τα 15.000 στα 30.000 ευρώ, ενώ για τα άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία από 30.000 στα 40.000 ευρώ.

Μάλιστα τέσσερις δικαστικές ενώσεις σε υπόμνημά τους, αμφισβητούν τη συνταγματικότητα και του νέου τροποποιημένου νόμου, υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν συμμορφώνεται με την απόφαση του ΣτΕ  στο σκέλος μετρητών και τιμαλφών εκτός τραπεζικού συστήματος, προειδοποιώντας επί της ουσίας για νέο γύρο δικαστικής αντιπαράθεσης. Οι ίδιοι τονίζουν ότι η διάταξη περιορίζει την προσωπικότητα του ατόμου, θέτει σε κίνδυνο το άσυλο της κατοικίας και την ιδιωτική ζωή και παραβιάζει την αρχή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.