Για τον Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης, ESM, δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για έξοδο της Ελλάδας στις αγορές για άντληση κεφαλαίων και θα μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια για να το κάνει. Για τους οικονομολόγους πάντως, η Ελλάδα θα πρέπει να βγει σύντομα στις αγορές (και με 10ετές ομόλογο), με στόχο τη δημιουργία μιας κανονικής καμπύλης επιτοκίων (yield curve), η οποία θα αντανακλά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών ώστε να χρηματοδοτείται σαν κανονική χώρα, όπως ήταν εξάλλου και ο βασικός στόχος του τελευταίου μνημονίου που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Οι αρχικοί σχεδιασμοί ήθελαν την Ελλάδα να «επιχειρεί έξοδο» στο τέλος του 2018 – αρχές 2019, οι εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και εγχώριο πολιτικό σκηνικό όμως προβληματίζουν αναλυτές και επενδυτές.
Το ενδεχόμενο μάλιστα η Ελλάδα να προχωρήσει σε νέα έκδοση ομολόγων που θα αγοραστούν σε σημαντικό βαθμό από τις ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο της πιθανής διεύρυνσης της δυνατότητάς τους να αγοράζουν ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική επιστροφή της χώρας στις αγορές.
Το «μαξιλάρι»
Ωστόσο, η Ελλάδα θα πρέπει κάποτε να γίνει μία «κανονική χώρα», αλλά δεδομένου του πολιτικο-οικονομικού σκηνικού, των συνεχιζόμενων προβλημάτων του αδύναμου τραπεζικού συστήματος αλλά και των διεθνών αναταράξεων, υπάρχει κίνδυνος ενός παρατεταμένου αποκλεισμού της από τις αγορές, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το «μαξιλάρι» που έχει δημιουργηθεί επαρκεί για μια 2ετία, αλλά όσο η Ελλάδα δεν βγαίνει στις αγορές η αξία του ως «ασφάλεια» μειώνεται. Ελληνες αξιωματούχοι, όπως αποτυπώνεται σε έκθεση της JP Morgan για την Ελλάδα, ανέφεραν ότι το «μαξιλάρι» ρευστότητας των 25 δισ. ευρώ αφήνει περιθώρια ευελιξίας για τη χώρα να αποφασίσει εάν θα βγει στις αγορές ή αν θα επαναγοράσει το χρέος του ΔΝΤ ή το βραχυπρόθεσμο χρέος της ΕΚΤ. Η Capital Economics φοβάται πως η ισχνή ανάπτυξη και η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών θα πιέσουν ανοδικά το κόστος δανεισμού με αποτέλεσμα το «μαξιλαράκι ασφαλείας» να «αδειάσει» το 2020 ή και νωρίτερα. Την ίδια ώρα το διεθνές περιβάλλον προβληματίζει, καθώς η Ελλάδα βγαίνει από τα μνημόνια σε μια εποχή που ο οικονομικός κύκλος δείχνει να «γυρίζει». Το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και η άνοδος των επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων δυσκολεύουν τα δεδομένα. Αν το κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ κινηθεί προς το 3,5% και η ΕΚΤ που ολοκληρώνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο τέλος του έτους αυξήσει τα επιτόκια το 2019 πιέζοντας ανοδικά τα ομόλογα της ζώνης του ευρώ, με τι επιτόκιο θα δανείζεται η Ελλάδα;
Από την άλλη πλευρά η ιταλική κρίση επηρεάζει και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. O Ρέγκλινγκ δήλωσε ότι τα προβλήματα της Ιταλίας με το χρέος της είναι διαφορετικά από αυτά της Ελλάδας, που χρειάστηκε τρία πακέτα διάσωσης την τελευταία δεκαετία. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι υπάρχουν αυξημένα προβλήματα για τις ιταλικές τράπεζες από την άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ιταλικών ομολόγων. «Στην Ιταλία υπάρχει μετάδοση στον τραπεζικό κλάδο» λόγω της πτώσης της αξίας του ιταλικού χρέους ανέφερε, σημειώνοντας επίσης ότι «μία ή δύο» ελληνικές τράπεζες υπέφεραν μερικώς από τη μετάδοση λόγω της Ιταλίας, χωρίς όμως να τις κατονομάσει. Αυτό, σημείωσε, οφείλεται και στα πολύ υψηλά επίπεδα «κόκκινων» δανείων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Κομισιόν για Ιταλία
Εν τω μεταξύ, η Κομισιόν απέρριψε το προσχέδιο του προϋπολογισμού της Ιταλίας και καλεί τη Ρώμη να προχωρήσει σε επανεξέταση και επανακατάθεσή του. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βλ. Ντομπρόβσκις ξεκαθάρισε ότι «η μπάλα είναι στο γήπεδό της». «Συμφωνήσαμε να δώσουμε στην Ιταλία ως και τρεις εβδομάδες διορία για να υποβάλει ένα αναθεωρημένο δημοσιονομικό προσχέδιο για το 2019» επισήμανε ο κ. Ντομπρόβσκις. Η απόφαση αναμένεται να πυροδοτήσει νέα κόντρα με την ιταλική κυβέρνηση, η οποία μέσω του πρωθυπουργού Μάριο Κόντε προειδοποίησε λίγο πριν ανακοινωθεί η απόφαση ότι δεν υπάρχει Plan b.
Για τη Citigroup, ήταν μία τυπική απόρριψη από την ΕΕ του προϋπολογισμού της Ιταλίας, καθώς διαφορετικά θα μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο όχι μόνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ιταλίας, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η αμερικανική τράπεζα, καθώς δεν βλέπει η Ιταλία να προχωρεί σε ουσιαστικές υποχωρήσεις πιστεύει ότι ίσως τελικά οδηγηθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, η οποία μπορεί να κινηθεί αργότερα το 2018 ή στις αρχές του 2019.
Το γεγονός πάντως ότι προς το παρόν τα ιταλικά ομόλογα «κρατούν» την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας και δεν έχουν υποβαθμιστεί σε σκουπίδια (junk) από τη Moody’s σε συνδυασμό με την πολιτική κατευνασμού με κάποια πιο «συμφιλιωτικά» σχόλια από τις Βρυξέλλες, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ράλι ανακούφισης την ιταλική αγορά. Ωστόσο, όπως προειδοποιεί η Goldman Sachs, η κατάσταση μπορεί να χρειαστεί να επιδεινωθεί πριν βελτιωθεί, κάτι που δεν ευνοεί και τους ελληνικούς σχεδιασμούς.