Κατά την ευθύγραμμη και λογική εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα η ασθμαίνουσα και »πολιορκούμενη», εσωτερικά και εξωτερικά, κυβέρνηση Τσίπρα θα παραδώσει κάποια στιγμή το πνεύμα της και θα αναγκαστεί να προκηρύξει εκλογές, είτε στην αρχή του 2019, είτε το Μάιο, με την ευκαιρία των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, είτε τέλος, στην έσχατη περίπτωση, το φθινόπωρο του επόμενου έτους, οπότε και λήγει κανονικά η θητεία της.
Και βεβαίως κατά το ίδιο ευθύγραμμο σενάριο θα τις χάσει από την »επελαύνουσα», όπως πολλοί θεωρούν, Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια της μεγάλης κρίσης και των επίπονων – εν πολλοίς μάταιων ή καλύτερα ανεπαρκών – προσπαθειών εξόδου απ’ αυτή, οι εκπλήξεις περισσεύουν και εντέλει οι πολιτικές εξελίξεις μόνο ευθύγραμμες δεν είναι.
Εξαιτίας των ιδιαίτερων και συνεχώς μεταβαλλόμενων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, οι πολιτικές εξελίξεις διαδέχονται η μια την άλλη κατά τρόπο ακανόνιστο και μπορεί να πει κανείς απρόβλεπτο.
Χαρακτηριστικά είναι όσα εξελίχθηκαν με το »Μακεδονικό».
Οι περισσότεροι της ελληνικής πολιτικής – μαζί και ο συνεταίρος του κ. Τσίπρα υπουργός Αμυνας Πάνος Καμμένος – είχαν επενδύσει στην άρνηση της συμφωνίας των Πρεσπών από το Κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας.
Ωστόσο άλλα επικράτησαν στα Σκόπια.
Οι υπαρξιακές αγωνίες των γειτόνων και οι έντονες πιέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων επέβαλαν την υπερψήφιση της συμφωνίας με την Ελλάδα και έτσι η καυτή πατάτα μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
Είχε προηγηθεί, εν αναμονή των ψηφοφοριών, η παράταιρη και »ακατανόητη» , όπως τη χαρακτήρισαν κυβερνητικά στελέχη, παραίτηση του εμπνευστή και »υπηρέτη» της συμφωνίας των Πρεσπών υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, υπό το βάρος της διατηρούμενης συναισθηματικής επαφής και σχέσης του Πρωθυπουργού με τον πολέμιο της συμφωνίας υπουργό Αμυνας.
Τα γεγονότα εντέλει διαμόρφωσαν ένα πολιτικό θέατρο του παραλόγου, την έκβαση του οποίου κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει.
Ο πρωθυπουργός, που σε στιγμή αδυναμίας δεν απέτρεψε την παραίτηση του κ. Κοτζιά, υπερασπίζεται τώρα μετά πάθους τη συμφωνία που αρνείται ο συνεταίρος του και επεξεργάζεται τρόπους εξασφάλισης των απαραίτητων ψήφων τόσο για το »Μακεδονικό», όσο και για την επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του αν και όταν τεθεί ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης.
Ως γνωστόν ο κ. Καμμένος έχει δηλώσει ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση μόλις έλθει προς ψήφιση στη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών.
Κάτι που φαίνεται να τον προτρέπουν και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα οποία προκειμένου να αποφύγουν την εσωτερική πίεση από τους αντιδρώντες συντηρητικούς ψηφοφόρους της Βορείου Ελλάδος αυτοπαγιδεύτηκαν σε μια ακραία πολιτική, την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχε αρνηθεί από το 1992 ακόμη ο πατέρας του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ετσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα το επόμενο διάστημα θα είναι η Νέα Δημοκρατία αυτή που θα δεχθεί την πίεση Αμερικανών και Ευρωπαίων για την υπερψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο. Πιθανώς να χρειαστεί κάποια στιγμή να επιχειρήσει κινήσεις απεγκλωβισμού από την απόλυτα αρνητική στάση που τήρησε στο όλο ζήτημα, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Κατά τα φαινόμενα οι κ. Τσίπρας και Καμμένος θα επιμείνουν στις θέσεις τους. Και οι δυό, έτσι κι αλλιώς θέλουν να αλλάξουν πίστα. Ο μεν Πρωθυπουργός θα επιδιώξει με όχημα τη συμφωνία των Πρεσπών σοσιαλδημοκρατική στροφή και άνοιγμα στην ευρύτερη δημοκρατική παράταξη – ο παραιτηθείς Νικος Κοτζιάς διεκήρυξε από το Ηράκλειο αυτό το στόχο θεωρώντας τον Καμμένο τελειωμένο και έξω από την υπό εκκόλαψη νέα »δημοκρατική συμμαχία» – και ο κ. Καμμένος θα επιδιώξει να συγκροτήσει μέτωπο στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας μήπως και διασωθεί.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι ο κ. Καμμένος επιδιώκει να συγκροτήσει μια εθνικιστικού – πατριωτικού χαρακτήρα »ομοσπονδία» με τις εκτός Νέας Δημοκρατίας δεξιές δυνάμεις. Οπως λένε οι γνωρίζοντες θέλει να »στήσει» τον ΣΥΡΙΖΑ της δεξιάς και πιθανώς θα ευνοηθεί και από τον κ. Τσίπρα προς αυτή την κατεύθυνση, για τον απλούστατο λόγο επειδή μια τέτοια κίνηση, στο βαθμό που ευδοκιμήσει, θα τείνει να αφαιρεί δυνάμεις από την »επελαύνουσα» και διεκδικούσα την αυτοδυναμία Νέα Δημοκρατία.
Αλλά πέραν αυτών ο Πρωθυπουργός θα θελήσει στο επόμενο διάστημα και μέχρι τις εκλογές να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πολιτικής επίδρασης και ιδιαιτέρως εκείνα της οικονομικής πολιτικής που αποδεδειγμένα επηρεάζουν τις συνειδήσεις και τη στάση των πολιτών στις κομβικές εκλογικές αναμετρήσεις, όπως η επερχόμενη.
Μέχρι το τέλος του έτους θα μοιράσει στο λαό ότι διαθέτει προς διανομή και θα προνομοθετήσει άλλα τόσα προκειμένου να δηλώσει τη δέσμευσή του για επιστροφή και ανταπόδοση στο λαό, μέρους των θυσιών του για την έξοδο από την κρίση.
Σκοπός του κ.Τσίπρα είναι να δημιουργήσει την εντύπωση στην κοινωνία ότι η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα και ότι αυτός είναι εγγυητής των λαϊκών συμφερόντων, ενώ αντίθετα η Νέα Δημοκρατία, κατ’ αυτόν, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια των μνημονίων και των νεοφιλελεύθερων επιλογών των ξένων.
Ουσιαστικά θέλει να παρασύρει τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο στη δική του όχθη και να θέσει στην απέναντι πλευρά τη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη.
Αγνοεί πιθανώς την ελκυστικότητα της ιδέας του, καθότι οι απογοητεύσεις περισσεύουν από την ατελή πολιτική που άσκησε.
Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν συναντά πολλά εμπόδια στο πολιτικό πεδίο. Αντιθέτως αρκετοί από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο δείχνουν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν στη νέα μεταμόρφωσή του, αποδεχόμενοι τόσο τη συμφωνία των Πρεσπών, όσο και το επιχείρημα της επιστροφής στην κανονικότητα.
Το ζήτημα είναι αν η Νέα Δημοκρατία και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα καταφέρουν να καταστήσουν ελκυστική την πρότασή τους και αν το κόμμα τους θα πείσει ότι μπορεί όντως να βγάλει την Ελλάδα από τη μακρά κρίση.
Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της κακής και αρνητικής μνήμης. Ας μην ξεχνούν εκεί στη Νέα Δημοκρατία ότι πολλές προσωπικότητες του κόμματος που διεκδικεί την εξουσία είναι ταυτισμένες με την κρίση και τα δεινά που επισώρευσε στη χώρα »η αμέριμνη διακυβέρνηση» της περιόδου 2004 -2009.
Εν κατακλείδι η σύνθετη και ταραγμένη εποχή μας δεν ευνοεί τα ευθύγραμμα και αυτονόητα σενάρια. Συνήθως δεν συγκεντρώνουν μεγάλα ποσοστά επιτυχίας.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη από τους κάθε λογής σχεδιαστές του μέλλοντος.