Τις ευθύνες των εποπτικών αρχών για τις ισχυρές πιέσεις που δέχονται οι συστημικές τράπεζες της χώρας επισημαίνει ο Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο- παρέμβαση. Κάνει λόγο για αστοχίες, σημειώνει πως εντός και εκτός χώρας οι πιέσεις των αρχών εξαντλούνται στην πώληση κόκκινων δανείων, χωρίς να περιλαμβάνουν στοιχεία ανάπτυξης και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία.
Εκφράζει δε σοβαρές επιφυλάξεις για το νέο γύρο σχεδιασμού, που όπως λέει θα βασίζεται σε «λογιστικούς χειρισμούς και όχι σε ουσιαστική σντιμετώπιση του προβλήματος» και εκφράζει την ελπίδα να μην επιδεινωθούν περαιτέρω τα πράγματα.
Στο άρθρο γνώμης στο «Protagon» o κ. Σάλλας θυμίζει ότι τα μεγέθη των συστημικών τραπεζών ακολουθούν τροχιά ελεύθερης πτώσης την τελευταία τετραετία «επιβεβαιώνοντας σειρά αναλυτών που υποστηρίζουν ότι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το τραπεζικό σύστημα δεν ευθύνονται μόνον η μεγάλη ύφεση , οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις αλλά και οι εποπτικές αρχές των πιστωτικών ιδρυμάτων»
Οι αρχές, όπως εξηγεί, ήταν εκείνες που κλήθηκαν να δώσουν τις λύσεις, σχεδίασαν τα πλάνα διάσωσης ενώ είχαν και μεγάλο μέρος της ευθύνης της εφαρμογής τους, αφού ουσιαστικά πήραν επάνω τους την εταιρική διακυβέρνηση και τη διοίκηση των τραπεζών. «Στο τέλος μετέτρεψαν τις τράπεζες κυρίως σε πλατφόρμες διεκπεραίωσης συναλλαγών και αυτό που πέτυχαν είναι η αέναη ανακύκλωση της κρίσης» υπογραμμίζει.
Παραθέτοντας στοιχεία των ισολογισμών, αναφέρει ότι από τις 30 Ιουνίου 2014 ως τις 30 Ιουνίου 2018, επί θητείας του κ. Γιάννη Στουρνάρα στην ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα αποτελέσματα των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών κυριολεκτικά συρρικνώθηκαν: τo σύνολο του ενεργητικού τους μειώθηκε κατά 31,26%, στα 237,878 δισ. ευρώ από 346,092 δισ. ευρώ, ενώ τα συνολικά ίδια κεφάλαια έπεσαν στα 26,453 δισ. ευρώ, μετά από μία πτώση της τάξης του 28,5% κατά την τετραετία. «Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η βουτιά στα καθαρά ίδια κεφάλαια, αυτά που προκύπτουν αφού αφαιρεθούν οι αναβαλλόμενοι φόροι από τα ίδια κεφάλαια, τα οποία έχουν μειωθεί κατά 77,3%. Τα ενσώματα ίδια κεφάλαια, όπως τα κατέγραψε η Moody`s, μόλις που άγγιζαν στις 30/6/2018, το ποσό των 2,667 δισ. ευρώ, από 12,831 δισ. ευρώ τέσσερα χρόνια πριν, κάτω περίπου κατά 80%» τονίζει.
Παράλληλα τονίζει πως ο τεράστιος όγκος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs), η φυγή των καταθετών, τα capital controls και οι μειωμένες χορηγήσεις δανείων έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλοιό που πνίγει τις τράπεζες. «Είναι προβλήματα που ξεκίνησαν με την κρίση και εξελίσσονται σε χρόνιες κακοήθεις καταστάσεις, καθώς δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά. Μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν οι αστοχίες πολλών, συμπεριλαμβανομένων και των θεσμών που δεν βοήθησαν με τις αποφάσεις τους εκείνη την περίοδο» σχολιάζει.
Και συνεχίζει: «Ασφαλώς όμως τα προβλήματα επιδεινώθηκαν κυρίως από τις προβληματικές παρεμβάσεις των εποπτικών αρχών, από τα μέσα του 2014 και μετά. Κατ’ επανάληψη, από διοικήσεις ελληνικών τραπεζών, ήδη από το καλοκαίρι του 2014, διατυπώνονταν προτάσεις για την αντιμετώπιση των NPEs, οι οποίες λάμβαναν υπόψη τόσο το moral hazard όσο και την ελληνική πραγματικότητα, με στόχο να περιορίσουν τις ζημιές αλλά και να δώσουν προοπτική. Προσέκρουαν όμως συνεχώς στις αντιδράσεις του SSM και ιδιαίτερα της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος».
Σύμφωνα με τον κ. Σάλλα αναπτύχθηκε μία λανθασμένη και τιμωρητική αντίληψη, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν την είχαν μόνον οι ξένοι αλλά και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία όχι απλώς την ανέχθηκε αλλά και την υποστήριξε. Αν από τότε είχαν γίνει οι σωστοί χειρισμοί αλλά και αργότερα, αν η ΤτΕ είχε στηρίξει λύσεις αποτελεσματικές, το τοπίο σίγουρα θα ήταν σήμερα διαφορετικό .
Πρόσφατο άρθρο στο Bloomberg, θυμίζει, επικρίνει τη γραμμή της σταδιακής προσέγγισης, που εφαρμόστηκε για τις ελληνικές τράπεζες, επιρρίπτει μέρος της ευθύνης στις εποπτικές αρχές και προτείνει πιο ρηξικέλευθα μέτρα για να σπάσει ο φαύλος κύκλος. «Οι εποπτικές αρχές των τραπεζών, τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης όσο και χώρας, οφείλουν να γνωρίζουν σε βάθος το πρόβλημα και να λαμβάνουν εγκαίρως μέτρα, προτείνοντας τις κατάλληλες λύσεις. Στην ελληνική περίπτωση όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εποπτικές αρχές απέτυχαν» αναφέρει.
Ο κ. Σάλλας προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος να περιοριστεί στον εποπτικό της ρόλο, φροντίζοντας την εταιρική της διακυβέρνηση, επαναφέροντας τη λειτουργία της εκτελεστικής επιτροπής της και επιτρέποντας στις διοικήσεις των τραπεζών να ασκήσουν το έργο τους. «Επιτέλους, ας ανοίξει ο διάλογος, ας επανεξεταστούν προτάσεις που είχαν διατυπωθεί στο παρελθόν για τα κόκκινα δάνεια και ιδιαίτερα τα κόκκινα στεγαστικά, χωρίς τις ιδεοληψίες και τις προκαταλήψεις που φάνηκαν πολλές φορές να χαρακτηρίζουν τις αποφάσεις και τις κινήσεις των εποπτικών φορέων και επιδείνωσαν το πρόβλημα αντί να το λύσουν» υπογραμμίζει.
«Oι συρρικνωμένες και αδύναμες ελληνικές τράπεζες αγωνίζονται να επιβιώσουν. Η πρόσφατη περιπέτεια των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο και τα σενάρια για προληπτικές ανακεφαλαιοποιήσεις, ή και για ακόμα πιο ριζικές λύσεις, δείχνουν ότι τα δύσκολα είναι μπροστά τους. Και μαρτυρούν την πλήρη αποτυχία των εποπτικών αρχών, οι οποίες πήραν την ευθύνη να χαράξουν έναν οδικό χάρτη για την έξοδο των τραπεζών από τον λαβύρινθο της κρίσης. Διαβάζω, τέλος, ότι ξεκινάει νέος τέτοιος γύρος σχεδιασμού από τις εποπτικές αρχές και όχι από τις τράπεζες, ο οποίος βασίζεται σε λογιστικούς χειρισμούς και όχι σε ουσιαστική σντιμετώπιση του προβλήματος. Ελπίζω να μην επιδεινωθούν περισσότερο τα πράγματα!» καταλήγει.