Νόμιμη και συνταγματική κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας τη μη επιστροφή του – κατασχεθέντος από το 2014 – διαβατηρίου στον Άγγελο Φιλιππίδη, εμπλεκομένου στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι η μη επιστροφή του εγγράφου αφενός μεν δεν ανατρέπει το τεκμήριο της αθωότητας του, αφετέρου δε, δεν εμποδίζει τον κ. Φιλιππίδη, αν επιθυμεί, να μεταβεί σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την αστυνομική του ταυτότητα.
Με τη δίκη του Τ.Τ. εκκρεμή (ξεκινά εκ νέου στις 3 Δεκεμβρίου 2018), ο Άγγελος Φιλιππίδης έχει αφεθεί ελεύθερος μετά την ποινική δίωξη που του ασκήθηκε, και υπόκειται σε περιοριστικούς όρους, εγγυοδοσία δυο εκατομμυρίων και υποχρεωτική εμφάνιση στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου διαμονής του · αρχικώς, υπόκειτο και σε απαγόρευση εξόδου από την χώρα, αλλά ο όρος αυτός τελικώς ήρθη. Καθώς η ΕΛ.ΑΣ. του είχε αφαιρέσει το διαβατήριο, ο ίδιος ζήτησε την επιστροφή του προκειμένου να ταξιδέψει στις ΗΠΑ, για να επισκεφθεί τον γιο του, και να διεκπεραιώσει επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Όταν η ΕΛ.ΑΣ. αρνήθηκε, ο ίδιος προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 2044/2018 απόφαση του Δ΄ Τμήματος (με πρόεδρο τον Ευθύμιο Αντωνόπουλο και εισηγήτρια την πάρεδρο Ευσταθία Σκούρα), αφού ερμήνευσαν το Σύνταγμα και την νομοθεσία απέρριψαν την αίτηση ακύρωσης του Άγγελου Φιλιππίδη.
Ειδικότερα, το ΣτΕ επισημαίνει ότι η μη χορήγηση ή η αφαίρεση διαβατηρίου σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για πλημμέλημα «δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνδέονται με την ανάγκη αποτροπής του κινδύνου διαφυγής σε τρίτες χώρες, μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των προσώπων σε βάρος των οποίων υφίστανται σοβαρές ενδείξεις, κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, τέλεσης ιδιαιτέρως σοβαρής, ποινικώς κολάσιμης πράξης και αποβλέπει δε στη διασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και στην απρόσκοπτη διεξαγωγή της, καθώς και στη διασφάλιση ότι θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».
Κατά τους συμβούλους Επικρατείας το ΠΔ 25/2004 που προβλέπει τη μη χορήγηση διαβατηρίου στις περιπτώσεις αυτές, «δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος)». Και αυτό, γιατί «ο περιορισμός αυτός δεν παρίσταται απρόσφορος ούτε υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη του επιδιωκομένου με αυτόν σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν όψει άλλωστε και του ότι αφ’ ενός μεν δεν στερεί από το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται τη δυνατότητα να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίδειξη ισχύοντος δελτίου ταυτότητος, αφ’ ετέρου δε, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 1 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του π.δ. 25/2004, παρέχεται η, κατ’ εξαίρεση, δυνατότητα προσωρινής χορήγησης διαβατηρίου» (σ.σ.: σε περιπτώσεις θεμάτων υγείας).
Αναφέρεται, δε, ότι «η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου δεν ενέχει κρίση περί της ενοχής του προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, και, συνεπώς, δεν ανατρέπει το τεκμήριο της αθωότητάς του (άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) για το ποινικό αδίκημα για το οποίο διώκεται».