Παρότι λύση με ισχυρό συμβολισμό ως προς την έμφαση που θέλει να δώσει ο πρωθυπουργός στα ανοιχτά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, η ανάληψη του χαρτοφυλακίου της ελληνικής διπλωματίας συνεπάγεται αρκετούς πονοκεφάλους για τον Αλέξη Τσίπρα.
Ήδη, από την παρουσία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα διαπιστώσει ότι πλέον έχει να διαχειριστεί τα ζητήματα που αφορούν την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.
Μπορεί στην Ευρώπη να κυριαρχεί το ερώτημα του Brexit και στους διαδρόμους των Βρυξελλών το ερώτημα για τη σύνθεση της επόμενης Κομισιόν και την προεκλογική εκστρατεία των υποψήφιων προέδρων της, όμως υπάρχουν αρκετά ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα, ξεκινώντας από τα όσα θα γίνουν σε σχέση με το μεταναστευτικό – προσφυγικό, με δεδομένη την πολιτική μεταστροφή στην Ευρώπη προς πιο σκληρές θέσεις, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει και μεγαλύτερη πίεση προς χώρες – εισόδου όπως η Ελλάδα.
Το μέλλον της συμφωνίας των Πρεσπών
Έπειτα ο Αλέξης Τσίπρας έχει να αντιμετωπίσει το ίδιο το μείζον ζήτημα με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι έχει κάνει όλα όσα χρειάζονταν και πλέον η ευθύνη ανήκει στην πλευρά της ΠΓΔΜ, εντούτοις η ελληνική κυβέρνηση είναι πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις.
Το διαφαινόμενο ενδεχόμενο να μην συγκεντρωθεί η απαραίτητη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ ανοίγει το δρόμο για εκλογές, σε ένα κλίμα αστάθειας και χωρίς να είναι βέβαιο ότι οι κάλπες θα αναδείξουν την πλειοψηφία για την συνταγματική αναθεώρηση, ιδίως από τη στιγμή που οι πολίτες της γειτονικής χώρας δεν δείχνουν να συμμερίζονται το επιτακτικό της ένταξης στους διεθνείς οργανισμούς.
Μια τέτοια εξέλιξη και με δεδομένο το ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα, θα επιταχύνει τις συζητήσεις για κάποιου είδους εναλλακτική λύση. Ένα μέρος αυτών των συζητήσεων είναι πιθανό να ξεκινήσει εντός της θητείας της ελληνικής κυβέρνησης και άρα θα χρειαστεί να πάρουμε θέση.
Τα ανοιχτά μέτωπα των ελληνοτουρκικών
Έπειτα έχουμε όλο το φάσμα των ζητημάτων που αφορούν τα ελληνοτουρκικά. Παρότι η ελληνική κυβέρνηση, μετά και το όχι ιδιαίτερα πετυχημένο παράδειγμα της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα, κυρίως δείχνει να κάνει στοχευμένη διαχείριση ζητημάτων (όπως ήταν π.χ. η υπόθεση των δύο ελλήνων στρατιωτικών που κρατήθηκαν επί μακρόν από τις τουρκικές αρχές), παρά πρωτοβουλίες «μεγάλου βεληνεκούς», ο νέος ΥΠΕΞ θα κληθεί να αντιμετωπίσει το νέο γύρο κρουσμάτων επιθετικότητας από τη μεριά της Τουρκίας.
Τα κρούσματα αυτά, με πιο πρόσφατη την ανακοίνωση νέων σεισμογραφικών ερευνών στα όρια της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ, μπορεί να κινούνται εντός ενός πλαισίου γνωστού ήδη από τη δεκαετία του 1990 («γκρίζες ζώνες», συνεκμετάλλευση κ.λπ.), δεν παύουν ωστόσο να απαιτούν μια ορισμένη απάντηση.
Η διαχείριση των γεωπολιτικών αξόνων
Αυτό, άλλωστε, μας φέρνει σε μια άλλη σημαντική πρόκληση για τον Αλέξη Τσίπρα ως ΥΠΕΞ. Ο Νίκος Κοτζιάς κατεξοχήν επένδυσε σε μια πολιτική αξόνων στην ευρύτερη νοτιανατολική Μεσόγειο. Εντός της συνολικότερης φιλοαμερικανικής και φιλοατλαντικής στροφής της κυβέρνησης Τσίπρα, έγινε μια σημαντική επένδυση στη συνεργασία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, συνεργασία που περιλαμβάνει και την Κύπρο και η οποία συνδυάστηκε με την προσπάθεια της Κυπριακής δημοκρατίας να προσελκύσει μεγάλες δυτικές εταιρείες για έρευνα και εκμετάλλευση στα «οικόπεδα της δικής της ΑΟΖ. Όμως, η κίνηση αυτή έχει αντιμετωπιστεί από την Τουρκία ως μια επιθετική κίνηση απομόνωσής της και καταπάτησης των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Σε αυτό το φόντο, η ελληνική πλευρά, που μέχρι στιγμή έχει αποφύγει «επιθετικές» κινήσεις (π.χ. ανακήρυξη ελληνικής ΑΟΖ), θα κληθεί να χειριστεί αυτές τις εντάσεις, να δει εάν οι διάφοροι σύμμαχοί της θα υπερασπιστούν όντως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας (και τις επενδύσεις δικών τους εταιρειών) και να αποφύγει να παρασυρθεί σε μια ακολουθία «κλιμάκωσης». Άλλωστε, μια τέτοια κλιμάκωση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε παραλλαγές «θερμού επεισοδίου», την ώρα που το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν ενδείξεις ότι διάφορα κέντρα θα μπορούσαν να δουν μια τέτοια «αποσταθεροποίηση» της περιοχής ως μοχλό πίεσης κύρια προς τη μεριά της Τουρκίας.
Η ελληνική διπλωματία θα κληθεί επομένως να διαχειριστεί μια δύσκολη και αντιφατική κατάσταση, καλούμενη να δείξει την ποιότητα εκείνη αποφασιστικότητας που θα αποτρέπει τα χειρότερα χωρίς να δημιουργεί επιπλέον κινδύνους.
Πάντως έχει ενδιαφέρον, ότι σε πείσμα ενός απλουστευτικού τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται οι δυνάμει συμμαχίες της Ελλάδας στην περιοχή, έχει ενδιαφέρον ότι η Αίγυπτος δεν περιορίζεται στη συμπόρευση με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ αλλά διατηρεί και αναβαθμισμένες σχέσεις με τη Ρωσία, στρατιωτικές (κοινές ασκήσεις) αλλά και οικονομικές (συνεργασία για κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου). Μάλιστα, η Αίγυπτος προσκάλεσε την Ελλάδα και την Κύπρο να παρακολουθήσει την τελική φάση της μεγάλης ρωσο-αιγυπτιακής άσκησης «Υπερασπιστές της Φιλίας-2018).
Το Κυπριακό σε καμπή
Ούτως ή άλλως, το Κυπριακό είναι σε μεταίχμιο. Η περσινή κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά έδειξε την αδυναμία να προωθηθεί με συναινετικό τρόπο μια συμπεφωνημένη λύση που θα περιλάμβανε επί της ουσίας την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, καθώς ιδίως η τουρκική πλευρά δεν δείχνει κάποια διάθεση να απολέσει διπλωματικά όσα έχει κατοχυρώσει εδώ και αρκετά χρόνια.
Η επανεμφάνιση προτάσεων για ακόμη πιο χαλαρή εκδοχή συνομοσπονδίας είναι πιθανό να φέρει και το «εθνικό κέντρο» αντιμέτωπο με το ερώτημα εάν ήρθε η ώρα για μια μετατόπιση σε μια γκάμα λύσεων που θα ενσωματώνουν ως δεδομένη τη ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού, έστω και εάν η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να μεταφέρει αυτό το ερώτημα σε μια επόμενη κυβέρνηση.
Εδώ είναι και ένα από τα σημεία όπου ο Αλέξης Τσίπρας θα κληθεί να αντιμετωπίσει το κενό που θα αφήνει η εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη εμπειρία του Κοτζιά στη διαχείριση τέτοιων ζητημάτων.
Το ερώτημα των ελληνορωσικών σχέσεων
Την ίδια στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας θα επισκεφτεί τη Ρωσία το Δεκέμβριο, χωρίς το Νίκο Κοτζιά, που είχε πρωταγωνιστήσει στη μεγαλύτερη κρίση των ελληνορωσικών σχέσεων εδώ και πολλές δεκαετίες.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι βέβαιο ότι θα ήθελε να δώσει μια εικόνα καλών σχέσεων με τη Ρωσία, ιδίως προς το εσωτερικό της χώρας, όπου η μονομερής στροφή προς τις ΗΠΑ, με αποκορύφωμα τη ρητορική του υπουργού Εθνικής Άμυνας, είχε προκαλέσει δυσφορία.
Όμως, το ερώτημα μιας πραγματικής αναβάθμισης των ελληνορωσικών σχέσεων περνάει μέσα από συγκεκριμένα και δύσκολα ερωτήματα, όπως αυτά των κυρώσεων που έχει επιβάλει και διατηρεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και που πλήττουν ιδιαίτερα και την Ελλάδα (χωρίς, όμως, να έχει αμφισβητήσει την εφαρμογή τους), αλλά και αυτά της ενεργειακής συνεργασίας, όπου ήταν η κυβέρνηση Τσίπρα που εγκατάλειψε σχέδια αναβάθμισης της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία προς όφελος επιλογών που συντονίζονταν περισσότερο με αυτές των ΗΠΑ, ήδη από το 2015.
Η διαχείριση του Πάνου Καμμένου
Σε όλα αυτά ο πρωθυπουργός θα πρέπει να διαχειριστεί και μια ακόμη… ανεξάρτητη μεταβλητή: τον ίδιο τον Πάνο Καμμένο.
Η πρόσφατη εμπειρία με το ταξίδι του ΥΠΕΘΑ στις ΗΠΑ που ουσιαστικά αποτέλεσε την αφετηρία της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης, έδειξε ότι ο ηγέτης των ΑΝΕΛΛ δεν σκοπεύει να σιωπήσει ως προς την ιδιότυπη προσωπική του ατζέντα ως προς τα γεωπολιτικά.
Το γεγονός ότι αυτός στηλιτεύθηκε αλλά ο Νίκος Κοτζιάς βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, μπορεί και να τον κάνει να επιμείνει σε αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό θα μπορούσε να προσθέσει μερικούς πονοκεφάλους στον Αλέξη Τσίπρα, ξεκινώντας από το πώς θα κινηθεί ο Καμμένος, που στις ΗΠΑ μίλησε για ανάγκη ανακοπής της «ρωσικής διείσδυσης» στα Βαλκάνια, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα στα τέλη Οκτώβρη που θα προηγηθεί αυτής του πρωθυπουργού.