Οι πολιτικοί υπολογισμοί πίσω από την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να ανοίξει το Μακεδονικό, ένα ζήτημα το οποίο είχε αποφύγει επιμελώς να ανοίξει για σχεδόν 3 χρόνια, ήταν ποικίλοι.
Σίγουρα μέτρησε η πίεση του ξένου παράγοντα και ειδικά των ΗΠΑ που ήθελαν να ανακόψουν τη ρωσική επιρροή στα Δυτικά Βαλκάνια, εντάσσοντας την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Έπειτα, ήταν η φιλοδοξία να προβληθεί ως ο πρωθυπουργός που θα έλυνε την εκκρεμότητα που κανείς άλλος δεν τόλμησε να αγγίξει. Και σίγουρα υπήρξε η εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο θα τον ηρωοποιούσε στα μάτια της «στενής» αριστερής κομματικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που πάντοτε κατήγγειλε τα συστημικά κόμματα για «εθνικισμό» και «πατριδοκαπηλία» στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Η προσπάθεια διάσπασης της κεντροδεξιάς
Όμως, υπήρχε και μία παράμετρος ακόμη. Πιθανώς, αυτή που όταν στάθμισε τα υπέρ και τα κατά σε σχέση με την προοπτική μιας συμφωνίας (γιατί γνώριζε καλά ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας θα ήταν επιφυλακτική απέναντι στη συμφωνία), να έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του να προχωρήσει.
Αυτή ήταν ότι ο Αλέξης Τσίπρας πίστευε ότι με την πρωτοβουλία αυτή θα έφερνε αναστάτωση, φαινόμενα διάλυσης και διάσπαση στην κεντροδεξιά.
Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στα ακόλουθα στοιχεία: Η μετέπειτα «Συμφωνία των Πρεσπών» δεν απείχε πολύ όντως από αυτό που από το 2009 είχε περιγραφεί ως «Εθνική Γραμμή». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπροσωπούσε την τάση μέσα στην ελληνική κεντροδεξιά που κατεξοχήν θα δεχόταν έναν συμβιβασμό. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ευρωπαϊκές χώρες θα έστελναν το μήνυμα ότι η συμφωνία πρέπει να περάσει και θα πίεζαν τα «συστημικά κόμματα να συμμορφωθούν».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την ίδια εκτίμηση του Μαξίμου, μέσα στην ελληνική δεξιά το Μακεδονικό θα φαινόταν ως η ιδανική ευκαιρία για να φτιαχτεί ένα κόμμα «σκληρής δεξιάς», που θα μπορούσε να έπαιρνε δυνάμεις από τη ΝΔ και ταυτόχρονα να διεκδικούσε τον εκλογικό επαναπατρισμό ψηφοφόρων από τη Χρυσή Αυγή. Επιπλέον, διάφοροι παράγοντες της ακροδεξιάς θα διεκδικούσαν να παίξουν με το θέμα.
Όλα αυτά θα οδηγούσαν σε εσωτερικές εντάσεις και διασπάσεις τη ΝΔ και θα έκαναν πολύ δυσκολότερη τη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αντιστρεφόταν ακόμη και η δημοσκοπική πρωτιά που είχε η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πήγαινε στις εκλογές με άλλες αξιώσεις.
Μάλιστα, τα όσα έγιναν σε σχέση με το πρώτο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, με την αμηχανία της ΝΔ που δεν συμμετείχε επισήμως απέναντι σε διάφορες φωνές εντός και εκτός του κόμματος που έκαναν παιχνίδι με το ζήτημα, αλλά και το ακροδεξιό «καπέλωμα» του συλλαλητηρίου φάνηκαν να δικαιώνουν την εκτίμηση του Μαξίμου ότι είχε βρει την αχίλλειο πτέρνα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή
Όμως, το σχήμα αυτό, που αποτέλεσε καθοριστική παράμετρο για τον πολιτικό υπολογισμό του Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά προσέκρουσε πάνω σε μια κρίσιμη και καταλυτική λεπτομέρεια.
Τελικά, η ηγεσία της ΝΔ, όπως και του ΚΙΝΑΛ, χωρίς διακηρυκτικά να αποκηρύξει τη «γραμμή Βουκουρεστίου» θα επιλέξει να αντιταχθεί στη συμφωνία, συντασσόμενη σε αυτό το επίπεδο με το «λαϊκό αίσθημα» που σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης ήταν από εχθρικό προς επιφυλακτικό προς τη συμφωνία.
Αυτό ανέτρεψε τα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικές ανακατατάξεις, την ίδια ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας είχε να αντιμετωπίσει τις πραγματικές δυσκολίες της συμφωνίας. Από τη μια είχε να αντιμετωπίσει το πολιτικό και δυνάμει εκλογικό κόστος στο εσωτερικό. Από την άλλη, είχε αρχίσει να έχει πρόβλημα ως προς τη συνοχή του ίδιου του κυβερνητικού συνασπισμού.
Καταρχάς υπήρχε το πρόβλημα με τον Πάνο Καμμένο. Ο ηγέτης των ΑΝΕΛΛ, είδε την κομματική βάση του να εξεγείρεται πραγματικά απέναντι στην συμφωνία και να δέχεται τη μεγαλύτερη αποδοκιμασία της πολιτικής του καριέρας.
Η απάντησή του ήταν να ξεκινήσει ένα χωρίς προηγούμενο αντάρτικο ενάντια σε μια συμφωνία που στήριζε η ίδια η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε.
Μπορεί ποτέ να μην είπε ευθέως ότι θα ρίξει την κυβέρνηση, για την ακρίβεια έκανε διάφορες παλινωδίες προς την αντίθετη κατεύθυνση, όμως η θέση της κυβέρνησης γινόταν όλο και πιο επισφαλής.
Αποκορύφωμα, τα όσα έγιναν στο ταξίδι του στις ΗΠΑ όπου ούτε λίγο ούτε πολύ αποπειράθηκε να διαπραγματευθεί μόνος του plan B για την περίπτωση που δεν θα περνούσε η συμφωνία.
Όλα αυτά προκαλούσαν πραγματικά σεισμικά κύματα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, που ούτως ή άλλως δεν πολυάντεχε ούτε τον ακροδεξιό επιτονισμό ούτε την όλη αισθητική του «συγκυβερνήτη».
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είπαν ότι «δεν πάει άλλο», ιδίως όταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας έσπευσε να μιλάει με τρόπο σκαιό για όσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ του είχαν ασκήσει κριτική.
Ενδεικτική του κλίματος και η χωρίς προηγούμενο αντιπαράθεσή του με την Εφημερίδα των Συντακτών, τη μόνη αμιγώς υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ απογευματινή εφημερίδα, που την κατηγόρησε ότι είναι περίπου όργανο του Τζορτζ Σόρος!
Η προσπάθεια του Μαξίμου να ηρεμήσει τα πνεύματα δεν απέδωσε και η ένταση συνέχιζε να βγαίνει με τρόπο ανοιχτό.
Την ίδια στιγμή τα μηνύματα ότι δεν περνάει η συμφωνία στην ίδια την ΠΓΔΜ και η ανάγκη αναπροσαρμογής της διαχείρισης του ζητήματος, με πιθανή αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων οδήγησαν τον Αλέξη Τσίπρα σε μια ιδιότυπη ακροβασία: να κρατήσει στην κυβέρνηση τον Πάνο Καμμένο, που δέχτηκε τα βέλη της κριτικής ακόμη και του Μαξίμου, και να εξωθήσει ουσιαστικά σε παραίτηση τον Νίκο Κοτζιά.
Μόνο που αυτό μπορεί να εξασφαλίζει την κυβερνητική συνοχή και την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και εμμέσως να ρίχνει και ένα μέρος της ευθύνης για τη Συμφωνία των Πρεσπών στον Νίκο Κοτζιά, αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ γεννά νέο γύρο αντιπαραθέσεων.
Η αίσθηση ότι αποπέμφθηκε αυτός που εξέφρασε την «αριστερή» γραμμή και έμεινε στην κυβέρνηση ο «ακροδεξιός» που σήμερα κυριαρχεί στη «δημόσια σφαίρα» της Αριστεράς είναι ενδεικτική του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί.
Η σύγκρουση θα κρατήσει καιρό
Τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μια εσωτερική κουλτούρα κόμματος εξουσίας. Στα κλασικά κόμματα εξουσίας ενίοτε πέφτει και «σιωπητήριο» όταν το διακύβευμα είναι η εξουσία. Σε κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ η εσωκομματική γκρίνια είναι στοιχείο μιας συνολικότερης πολιτικής κουλτούρας και άρα το όλο επεισόδιο δεν θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα.
Άλλωστε, η προοπτική εκλογών που μάλλον θα οδηγήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα έδρανα της αντιπολίτευσης ενισχύει τις αντιπολιτευτικές διαθέσεις όσων μέσα στο κυβερνών κόμμα θα ήθελαν να δουν μια αυθεντική «αριστερή στροφή».
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια ιδιότυπη κατάσταση, ενδεικτική του πως κάποιες φορές αλλάζουν τα πράγματα στο πολιτικό παιχνίδι.
Μια πολιτική πρωτοβουλία που ξεκίνησε με στόχο να δημιουργήσει πολιτικούς μπελάδες στους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγει να γίνεται παράγοντας δικής του πολιτικής αποσταθεροποίησης.