Φαινομενικά θα έπρεπε τα νέα να είχαν φέρει έναν αέρα αισιοδοξίας στις διεθνείς αγορές. Το ΔΝΤ επέμεινε στην εκτίμηση για ανάπτυξη και για φέτος και για το 2019, έστω και με μικρή αναθεώρηση προς τα κάτω (3,7% αντί για 3,9%), ενώ τα στοιχεία από την αμερικανική οικονομία παραμένουν θετικά και ως προς την απασχόληση και ως προς την κερδοφορία.
Ωστόσο, η εβδομάδα που τελείωσε ήταν εβδομάδα σχετικής αναταραχής στις παγκόσμιες αγορές. Μέρος αυτής της αναταραχής χτύπησε και το ελληνικό χρηματιστήριο, αν και εδώ έχουμε και τα τεράστια προβλήματα του τραπεζικού συστήματος.
Ορισμένοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι εν μέρει η όποια αναταραχή είναι αποτέλεσμα περισσότερο των δυναμικών της ανάπτυξης, παρά κάποιας υποβόσκουσας κρίσης.
Για παράδειγμα η αύξηση των επιτοκίων των αμερικανικών ομολόγων και η ενίσχυση του δολαρίου στη συγκεκριμένη φάση είναι περισσότερο αποτέλεσμα των δυναμικών ανάπτυξης, έστω και εάν έχουν ως αποτέλεσμα την ανακατεύθυνση κεφαλαίων σε βάρος των περιφερειακών αγορών.
Είναι οι ίδιοι που υποστηρίζουν ότι ακόμη και οι όποιες ανοδικές διορθώσεις γίνονται στα επιτόκια δεν αποτελούν πρόβλημα, μια που στην πραγματικότητα εξακολουθούμε να είμαστε πιο κάτω από τα «κανονικά» επίπεδα επιτοκίων.
Όμως, υπάρχουν και οι πιο ανήσυχοι, αυτοί που βλέπουν διάφορα αντιφατικά σημάδια στην παγκόσμια οικονομία.
Για παράδειγμα, πρόσφατα οι Νουριέλ Ρουμπινί και Μπρουνέλο Ρόσα υποστήριξαν ότι οδεύουμε προς μια νέα παγκόσμια ύφεση το 2020 εκτιμώντας ότι εξαντλούνται οι δυναμικές των προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης», ότι η αμερικανική οικονομία υπερθερμαίνεται, ότι η Κίνα πρέπει να επιβραδύνει το ρυθμό ανάπτυξής της για να αποφύγει την υπερθέρμανση, ότι οι εμπορικοί πόλεμοι θα πλήξουν την ανάπτυξη και ότι υπάρχει υπέρμετρη μόχλευση στις κεφαλαιαγορές.
Επιπλέον, οι Ρουμπινί και Ρόσα επιμένουν ότι δεν υπάρχουν πια και τα ίδια περιθώρια συντονισμένης αντίδρασης των κυβερνήσεων και επειδή τα σχετικά χαμηλά επιτόκια δεν επιτρέπουν σημαντικές παρεμβάσεις από αυτή την πλευρά και γιατί το κυρίαρχο πολιτικό κλίμα δεν επιτρέπει μεγάλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Ανάλογη ανησυχία εκφράζει και το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Economist. Μάλιστα, το περιοδικό τονίζει ότι εκτός των άλλων προβλημάτων υπάρχει και η απόκλιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
Για παράδειγμα, η άνοδος του δολαρίου κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα για τις αναδυόμενες αγορές να αποπληρώσουν το χρέος τους που είναι σε δολάρια. Ήδη η Τουρκία και η Αργεντινή το βίωσαν αυτό οδυνηρά αλλά και το Πακιστάν απευθύνθηκε στο ΔΝΤ για βοήθεια.
Ο Economist εντοπίζει και αυτός το πρόβλημα με την έλλειψη εργαλείων για την αντιμετώπιση μιας ύφεσης. Με τα επιτόκια να είναι σε χαμηλά επίπεδα, δεν είναι εύκολο για τις κεντρικές τράπεζες να συμβάλουν στην αντιστροφή του κλίματος με κινήσεις μείωσης των επιτοκίων.
Αντίστοιχα, η χρήση των κρατικών προϋπολογισμών ως εργαλείων ανάκαμψης έχει επίσης όρια εάν αναλογιστούμε ότι στις αναπτυγμένες χώρες το κρατικό χρέος έχει αυξηθεί, ξεπερνώντας το 100% του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή, το περιοδικό ανησυχεί και για το πολιτικό κλίμα. Οι έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες, όπως και τα προβλήματα στη λειτουργία της ΕΕ, σημαίνουν μικρότερη ικανότητα συντονισμού των κυβερνήσεων σε περίπτωση ύφεσης, σε αντίθεση με τον συντονισμό των κεντρικών τραπεζών σε κοινή στάση το 2008.
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει και άλλα παραδείγματα ανησυχίας από την τρέχουσα συζήτηση.
Ολοένα και περισσότερο, ωριμάζει η αίσθηση ότι παρά την γενική τάση προς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης συσσωρεύονται προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. Το ζήτημα του χρέους παραμένει μια δυνάμει ωρολογιακή βόμβα, εάν για παράδειγμα αναλογιστούμε την περίπτωση της γειτονικής Ιταλίας. Η υπερτίμηση των χρηματιστηρίων σε επίπεδα που δεν αναλογούν στις πραγματικές δυναμικές των αντίστοιχων οικονομιών είναι επίσης μια παράμετρος ανησυχίας. Η άνοδος της κερδοφορίας σε χώρες όπως οι ΗΠΑ αφορά και μεγάλες φοροαπαλλαγές και όχι μόνο τομές στην παραγωγικότητα. Τα αποτελέσματα μιας κλιμάκωσης των εμπορικών πολέμων δεν είναι ακόμη εύκολο να προβλεφθούν. Παράμετροι όπως η αύξηση των τιμών του πετρελαίου μπορούν σε ορισμένες οικονομίες να παίξουν ρόλο.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια ακόμη καθοριστική παράμετρο που συχνά αγνοείται στη σχετική συζήτηση.
Η κρίση του 2007-2008 δεν ήταν απλώς μια συγκυριακή οικονομική διακύμανση, ούτε αντιπροσώπευε απλώς την άφρονα «απορρύθμιση» του χρηματοοικονομικού τομέα.
Αποτύπωσε μια βαθύτερη «δομική» κρίση ενός ολόκληρου οικονομικού υποδείγματος, σχηματικά αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό». Αφορούσε τα όρια ενός μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, σε όλες τις ρυθμιστικές, πολιτικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις του.
Ωστόσο, τα χρόνια που ακολούθησαν μπορεί να υπήρξαν απαντήσεις στην κρίση που να επέτρεψαν την οικονομική ανάκαμψη, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με προηγούμενους κύκλους ανάπτυξης, όμως στην πραγματικότητα οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ επέλεξαν μια «φυγή προς τα εμπρός» εντός του ίδιου οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος.
Αυτό σημαίνει ότι όλα τα ερωτήματα που συγκεφαλαιώθηκαν στην κρίση του 2007-2008 δεν έχουν ουσιωδώς απαντηθεί.
Από το πώς οι τεχνολογικές τομές μεταφράζονται σε τομές στην παραγωγικότητα, μέχρι την αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα σε παραγωγικούς κλάδους και χρηματοοικονομικό τομέα, το μεγάλο ζήτημα των κρατικών πολιτικών και της αρχιτεκτονικής του διεθνούς οικονομικού συστήματος και φυσικά τη διαρκή κρίση νομιμοποίησης (ή ακόμη και ηγεμονίας) που προκαλεί η ένταση της ανισότητας και της επισφάλειας για τις πλειοψηφίες των κοινωνιών, όλα τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.
Και φυσικά η μη αναμέτρηση με αυτά παραμένει η σίγουρη συνταγή για την καταστροφή.