Θέλοντας να πειράξω τους μαθητές μου, τους λέω συχνά πως οι ερωτήσεις κρίσεως ονομάστηκαν έτσι επειδή τους προκαλούν κρίση κάθε φορά που τίθενται ως θέματα στις εξετάσεις! Το πείραγμα δεν είναι αβάσιμο, αφού αποτελεί προϊόν εμπειρίας που εκτείνεται σε βάθος χρόνου…
Η σκηνή στην αίθουσα διδασκαλίας, σε μέρα εξετάσεων. Οι φοιτητές διαβάζουν τα θέματα που μόλις τους έχουν δοθεί, καλούμενοι να διατυπώσουν τυχόν απορίες. Με απόλυτα φυσικό τρόπο, ένας εξ αυτών (εκπροσωπώντας πιθανότατα και τους περισσότερους από τους υπόλοιπους) σηκώνει το χέρι και κάνει την εξής ερώτηση: «Στο δεύτερο θέμα, θέλετε αυτά που γράφει το βιβλίο στην πρώτη παράγραφο πάνω δεξιά όπως το κοιτάζουμε, ή εκείνα που γράφει κάτω από το σχήμα στην απέναντι σελίδα;»
Η ερώτηση είναι αποκαλυπτική μίας πολύ ανησυχητικής νοοτροπίας που παρατηρείται στον χώρο της εκπαίδευσης: Σε μεγάλη μερίδα μαθητών και σπουδαστών, η «φωτογραφική» απομνημόνευση λειτουργεί ως βολικό υποκατάστατο της δημιουργικής κριτικής σκέψης. Και η «παπαγαλία» αντιμετωπίζεται ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη μάθηση, ενώ η κριτική σκέψη συχνά απαξιώνεται ως ελιτίστικη πνευματική πολυτέλεια που χαρακτηρίζει κυρίως τους «σπασίκλες»!
Για να προλάβω τις (δίκαιες) ενστάσεις του αναγνώστη, θα σπεύσω να διευκρινίσω ότι, ως εκπαιδευτικός, θεωρώ τους μαθητές σαν τους λιγότερο υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο. Από την πρώτη μέρα του σχολείου διδάσκονται την αποστήθιση ως βασικό (αν όχι μοναδικό) τρόπο μάθησης και αναγκάζονται να την αποδεχθούν ως κριτήριο αξιολόγησης της επίδοσής τους. Βέβαια, ως ένα βαθμό, η αποστήθιση είναι απαραίτητο συστατικό της μάθησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την πρώτη καταγραφή αντικειμενικών δεδομένων όπως, π.χ., ιστορικές χρονολογίες, γεωγραφικά ονόματα ή κανόνες της αριθμητικής. Το ζήτημα είναι κατά πόσον, παράλληλα με την (όποια) αναγκαιότητα της απομνημόνευσης, διδάσκουμε στους μαθητές μας την σημασία της κριτικής σκέψης και τους δείχνουμε τον δρόμο για να την αναπτύξουν.
Και, για να μη φανεί ότι επιχειρώ να επιρρίψω ευθύνες αποκλειστικά και μόνο στους φιλότιμους συναδέλφους των δύσκολων δύο πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης, σπεύδω να τονίσω ότι τις ίδιες, τουλάχιστον, ευθύνες φέρουμε και όσοι παίρνουμε τη σκυτάλη από τα χέρια τους. Συνηθίζουμε να φορτώνουμε τους σπουδαστές μας με τεράστιες ποσότητες εξεταστέας ύλης που δεν αφήνουν χώρο στον προβληματισμό, παρά μόνο στην απομνημόνευση δεδομένων ή μεθόδων. Έτσι, το διδακτικό βιβλίο και τα συναφή βοηθήματα καταντούν τυφλοσούρτες φοιτητικής επιβίωσης αντί εργαλείων ανάπτυξης επιστημονικής σκέψης!
Το κρίσιμο ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι ο βαθμός επικοινωνίας του διδάσκοντος με τον διδασκόμενο στην αίθουσα διδασκαλίας. Συχνά αντιμετωπίζουμε την μαθησιακή λειτουργία σαν μονόδρομη διαδικασία όπου κάποιος «πομπός», εφοδιασμένος με κάποιας μορφής εξουσία, μεταδίδει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως γνώση σε κάποιους «δέκτες» που καλούνται να την αφομοιώσουν χωρίς ποτέ να τους δοθεί η δυνατότητα να την κρίνουν. Μερικές φορές, μάλιστα, η μετάδοση της πληροφορίας παίρνει τη μορφή αληθινού βομβαρδισμού κάτω από το άγχος της απαίτησης «να καλύψουμε την ύλη», πράγμα που δεν μας αφήνει χρόνο να προβληματιστούμε κατά πόσον αυτά που διδάξαμε συνέβαλαν στη διεύρυνση πνευματικών οριζόντων ή οδήγησαν απλά στην αποθήκευση δεδομένων (τη σπουδαιότητα των οποίων – για να μην παρεξηγηθώ – δεν έχω την πρόθεση να αμφισβητήσω). Και στο τέλος του εξαμήνου αξιολογούμε, συνήθως, την επίδοση του μαθητή/σπουδαστή με βάση το πόσο πιστά μπορεί να αναπαραγάγει μέσα σε λίγη ώρα την πληροφορία με την οποία τον βομβαρδίσαμε.
Από εκεί και πέρα, η ανταπόκριση του ίδιου του μαθητή εξαρτάται από δύο, κυρίως, παράγοντες: τον βαθμό ωριμότητάς του και το ειδικό ενδιαφέρον του για το μάθημα. Κάποιοι μαθητές θα προβληματιστούν πάνω σ’ αυτά που άκουσαν και θα θελήσουν, ακόμα και με δική τους πρωτοβουλία, να μάθουν περισσότερα και να εμβαθύνουν. Είναι εκείνοι στους οποίους έχει αναπτυχθεί η κριτική σκέψη και δεν δέχονται τη γνώση ως «μασημένη τροφή».
Κάποιοι άλλοι θα αρκεστούν στη στείρα απομνημόνευση, τον πλέον θνησιγενή τρόπο μάθησης αφού τα προϊόντα της εξανεμίζονται σύντομα δίχως να αφήσουν κάποιο αξιόλογο στίγμα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή. Εδώ όμως υπάρχει μία υποσημείωση που συχνά εμείς οι εκπαιδευτικοί παραβλέπουμε. Ακόμα και οι μαθητές στους οποίους με ευκολία τοποθετούμε την ετικέτα του «παπαγάλου», δείχνουν τελείως διαφορετική μαθησιακή συμπεριφορά όταν πρόκειται για αντικείμενο που τους ενδιαφέρει, πράγμα που συχνά απεικονίζεται και στις βαθμολογικές τους επιδόσεις (αν και ο απόλυτος συσχετισμός του επιπέδου μάθησης με την τυπική βαθμολογία που, με στείρα αριθμητική λογική, επιχειρεί να αξιολογήσει τη μάθηση αυτή, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ασφαλής…).
Η τελευταία παρατήρηση δείχνει και την ευθύνη μας, ως εκπαιδευτικών, για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης στους μαθητές μας, καθώς και τον δρόμο που θα οδηγήσει σε αυτήν. Για να θελήσουν να εμβαθύνουν σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο, θα πρέπει πρώτα να τους κεντρίσουμε το ενδιαφέρον γι’ αυτό. Και, γενικότερα, να τους πείσουμε ότι ο χρόνος που θα διαθέσουν και ο κόπος που θα καταβάλουν θα τους ανταμείψει. Όχι απλά με ένα ψυχρό ενδεικτικό νούμερο που λέγεται «βαθμός» (αυτό το αμφιλεγόμενο κίνητρο είναι, εξ άλλου, ο κύριος υπεύθυνος για το φαινόμενο της αποστήθισης) αλλά, κυρίως, με την απόκτηση γνώσεων που θα είναι χρήσιμες για τη ζωή τους. Και – γιατί όχι; – με την ίδια την απόλαυση της ενασχόλησης με κάτι που σ’ εμάς τους ίδιους εναπόκειται να κάνουμε να φανεί συν τοις άλλοις και ευχάριστο!
Ξεκινώντας στην αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς το μάθημα της Φυσικής με τους πρωτοετείς μου, ρωτώ συχνά σε ποιους η Φυσική ήταν το αγαπημένο μάθημα στο Λύκειο και την μελετούσαν από ενδιαφέρον για το αντικείμενο, καθώς και ποιοι τυχόν την «μισούσαν» με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να «παπαγαλίζουν» για να επιβιώσουν. Σηκώνονται χέρια ένθεν και ένθεν, οπότε θέτω το ερώτημα κατά πόσον τα θετικά αισθήματα για το μάθημα σχετίζονται με την ίδια τη Φυσική ή, κατά βάθος, με τον δάσκαλο ο οποίος την δίδαξε. Μετά από σύντομη παύση, παίρνω τελικά την απάντηση που εύκολα μαντεύει ο αναγνώστης…
Αναλογεί, εν τούτοις, και ένα σημαντικό ποσοστό ευθύνης σε έναν ώριμο, πλέον, σπουδαστή για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες δασκάλων που προηγήθηκαν ή έπονται (οι οποίες, μαζί με εκείνες των γονιών, συχνά λειτουργούν ως βολικό άλλοθι για την αναβολή της ωρίμανσης). Ο σπουδαστής αυτός, λοιπόν, καλείται με δική του θέληση να ξεπεράσει τον εφησυχασμό που προσφέρει η επεξεργασμένη τροφή της απομνημόνευσης, αποδεχόμενος την λιγότερο βολική πρόκληση της δημιουργικής σκέψης. Γιατί, η πρώτη είναι μία επικίνδυνη μορφή πνευματικής οκνηρίας που αργά ή γρήγορα θα τον καταστήσει ευάλωτο στην κηδεμονευόμενη σκέψη. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ρόλο του ως ανεξάρτητου κι ελεύθερου μέλους μιας δημοκρατικής κοινωνίας…
Ο μέγας Καζαντζάκης γράφει στο κορυφαίο φιλοσοφικό του έργο: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω!» Κι ακόμα: «Καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος. Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο…»
Ίσως και να υπάρχει, τελικά, διδασκαλία. Μα ο δάσκαλος δεν είναι απαραίτητα ο λυτρωτής που ανοίγει δρόμους. Είναι κυρίως το φανάρι που τους φωτίζει. Και, ξεπερνώντας τις όποιες δικές του ματαιοδοξίες, οφείλει να δείξει στον μαθητή του πώς να πάρει το βλέμμα από το ίδιο το φανάρι και να το στρέψει κατά κει που πέφτει το φως. Οδηγώντας τον από την άκριτη αποδοχή προς τη γόνιμη σκέψη. Ακόμα και την αμφισβήτηση…