Δεκάδες εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και δεκάδες τρισ. δολάρια θα μπορούσε να δημιουργήσει η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την Παγκόσμια Επιτροπή για την Οικονομία και το Κλίμα (GCEC) – πρόκειται για μια ανεξάρτητη διεθνή επιτροπή που συγκροτείται από πρώην πρωθυπουργούς και υπουργούς Οικονομικών, την περίοδο αυτήν από πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους επτά χωρών, της Βρετανίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Νότιας Κορέας, της Ινδονησίας, της Κολομβίας και της Αιθιοπίας.
Συγκεκριμένα, οι ειδικοί της GCEC δημοσίευσαν μελέτη για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και εν γένει για την αντιμετώπιση της λεγόμενης κλιματικής αλλαγής – επιεικής χαρακτηρισμός διότι πρόκειται βεβαίως για εκτροπή – που δείχνει ότι, αν ληφθούν φιλόδοξες αποφάσεις για την προστασία του οικοσυστήματος και εφαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές, η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί κατά 26 τρισ. δολάρια έως το έτος 2030.
Πέρα από την παραγωγή ανάπτυξης, σύμφωνα με την έρευνα της GCEC, οι περιβαλλοντικές πολιτικές αυτές θα μπορούσαν στον ίδιο χρονικό ορίζοντα να δημιουργήσουν 65 εκατ. νέες θέσεις εργασίας.
Η Επιτροπή, στην οποία εκτός από πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους μετέχουν και ειδικοί επιστήμονες και επικεφαλής μεγάλων επιχειρήσεων, εκτιμά επίσης ότι η αντικατάσταση του εμπορικο-οικονομικού μοντέλου, που προκαλεί τις κλιματικές εκτροπές, με ένα μοντέλο λιγότερο ρυπογόνο θα απέφερε απτά αποτελέσματα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα εθνικά κράτη, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν 2,8 τρισ. δολάρια έως το έτος 2030 – όσο είναι δηλαδή το ΑΕΠ της Ινδίας – μόνο αν καταργούσαν τις επιδοτήσεις στην παραγωγή ενέργειας από υδρογονάνθρακες έως το έτος 2025.
Τα χρήματα αυτά που θα εξοικονομούνταν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην κατασκευή βιώσιμων δομών στα δίκτυα ενέργειας, στις μεταφορές, στην ύδρευση, στη στέγαση.
Το μπαλάκι στις κυβερνήσεις
Αρχικά, βεβαίως, οι ειδικοί θεωρούν ότι οι μεγάλες αναπτυξιακές τράπεζες θα έπρεπε να διπλασιάσουν τις επενδύσεις τους στη μάχη για την κλιματική εκτροπή. Να ξεκινήσουν, συγκεκριμένα, με επενδύσεις 100 δισ. δολαρίων έως το έτος 2020. Οσο για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους με την κλιματική υπόθεση (τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για παράδειγμα), ανταποκρινόμενες βέβαια στα κίνητρα που θα τους δώσουν οι κυβερνήσεις – προϋπόθεση για όλα είναι η περιβαλλοντική διαχείριση του δημοσίου χρήματος.
«Βρισκόμαστε σε ένα σημείο αποφασιστικό. Οι πολιτικές εξουσίες πρέπει να σηκώσουν το πόδι από το φρένο και να δώσουν ένα σαφές σύνθημα προς τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει στην πράσινη ανάπτυξη» σημειώνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Νιγηρίας Νγκόζι Οκόνιο-Ιγουεάλα, συμπροεδρεύων της GCEC μαζί με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ολλανδοβρετανικής εταιρείας ειδών ευρείας κατανάλωσης Unilever Πολ Πόλμαν και τον πρώην αντιπρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας Νίκολας Στερν.
ΔΟΕ και Νομπέλ
Η Παγκόσμια Επιτροπή για την Οικονομία και το Κλίμα δεν είναι η μόνη που ασκεί πιέσεις στις κυβερνήσεις για να εκμεταλλευθούν οικονομικά την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής εκτροπής. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), η οποία όπως η Διεθνής Οργάνωση Υγείας λειτουργεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, είχε επισημάνει προ μηνών σε μελέτη της τη δυνατότητα δημιουργίας 18 εκατ. νέων θέσεων εργασίας έως το έτος 2030 χάρη στη μάχη για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα – το CO2 θεωρείται υπεύθυνο για τη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Η ΔΟΕ είχε καταρτίσει κατάλογο με συστάσεις προς τις εθνικές κυβερνήσεις για τη μείωση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 βαθμούς Κελσίου, για την επίτευξη δηλαδή του κεντρικού στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα που υπέγραψε η διεθνής κοινότητα τον Δεκέμβριο του 2015. Η δημοσίευση της νέας μελέτης της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Οικονομία και το Κλίμα συνέπεσε με την απονομή του Νομπέλ Οικονομίας στους αμερικανούς καθηγητές των Πανεπιστημίων Yale και New York University Γουίλιαμ Νορντχάουζ και Πολ Ρόμερ αντιστοίχως, «για την κατασκευή μοντέλων που εξηγούν πώς η οικονομία της αγοράς μπορεί να έχει μια διαδραστική σχέση με τη φύση και τη γνώση».
Οπως εξηγείται στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών, «ο καθηγητής Νορντχάουζ ήταν ο πρώτος επιστήμονας που δημιούργησε ένα μοντέλο που περιγράφει τη σχέση αλληλεπίδρασης που υπάρχει μεταξύ οικονομίας και κλίματος, ενώ ο καθηγητής Ρόμερ έδειξε πώς οι οικονομικές δυνάμεις καθορίζουν την επιθυμία των επιχειρήσεων να παράξουν νέες ιδέες και καινοτομίες».