Η αντιπαράθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την ιταλική κυβέρνηση δεν είναι μια συνηθισμένη αντιπαράθεση μέσα στην Ευρώπη.
Η Ιταλία είναι μέλος του G7, 3η οικονομία της ευρωζώνης, μέλος του «πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα.
Η δε αντιπαράθεση της Ιταλίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αφορά ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα για την ίδια την αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: οι ισχυρές χώρες της ΕΕ μπορούν να υποστούν τις μορφές «μειωμένης κυριαρχίας» ως προς την οικονομική πολιτική που ισχύον τυπικά για όλες τις χώρες-μέλη;
Η ίδια η σύγκρουση αφορά ορισμένες βασικές παραμέτρους τους προϋπολογισμού της Ιταλίας. Το σχέδιο προϋπολογισμού που κατάθεσε περιλαμβάνει για το 2019 στόχο ελλείμματος 2,4% για να μπορέσει να καλύψει μέρος των προεκλογικών υποσχέσεών της για μια μορφή εγγυημένου εισοδήματος και για τη μη εφαρμογή αλλαγών στις συντάξεις.
Το έλλειμμα αυτό είναι εντός των προβλέψεων του Μάαστριχτ αλλά υπερβαίνει τις συστάσεις της Κομισιόν και των άλλων ευρωπαϊκών θεσμών που υποστηρίζουν ότι επειδή η Ιταλία είναι η δεύτερη πιο υπερχρεωμένη χώρα της ΕΕ μετά την Ελλάδα και με συνολικό χρέος 2,3 τρισεκατομμύρια ευρώ (πάνω από 130% του ΑΕΠ), θα έπρεπε να έχει μια πολιτική μεγαλύτερου περιορισμού των ελλειμμάτων.
Η ιταλική κυβέρνηση αντέτεινε ότι ένας τέτοιος προϋπολογισμός τελικά θα έχει θετικότερα δημοσιονομικά αποτελέσματα, καθώς θα οδηγήσει στην ανάπτυξη και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Η αντίδραση των Βρυξελών ήταν άμεση με επιστολή που απέστειλε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο αρμόδιος Επίτροπος για οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Πιερ Μοσκοβισί και στην οποία επεσήμαναν ότι «με μια πρώτη ανάγνωση το ιταλικό προσχέδιο προϋπολογισμού αποτελεί σημαντική απόκλιση από την δημοσιονομική πορεία που υπέδειξε το συμβούλιο της ΕΕ, κάτι που προκαλεί σοβαρή ανησυχία».
Η ιταλική κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα αρχικά λέγοντας ότι «δεν υπήρξε καμία απόρριψη του σχεδίου προϋπολογισμού, διότι ακόμη δεν άρχισε ο επίσημος διάλογος», ενώ υπήρξε διόρθωση προς τα κάτω στα προβλεπόμενα ελλείμματα για το 2020 και το 2021.
Από τη μεριά του ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, που είχε υποστεί και προσωπική επίθεση από τον Σαλβίνι, υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα «παρέμβει στον προϋπολογισμό της Ιταλίας», αλλά «θα προτείνει αλλαγές εάν χρειαστεί».
Ωστόσο είναι σαφές ότι υπάρχει εδώ μια ανοιχτή σύγκρουση, παρά την προσπάθεια να μην υπάρξουν υψηλοί τόνοι. Η Ιταλία αντικειμενικά αμφισβητεί ένα πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ακόμη πιο αυστηρό, αψηφώντας όχι μόνο τους γενικούς κανόνες της ΕΕ αλλά και το γεγονός ότι τόσο το ύψος όσο και ο καθαρός όγκος του χρέους την καθιστούν χώρα υποψήφια να τεθεί σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης. Η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια με μικρότερο λόγο χρέους/ΑΕΠ.
Υπάρχει σχέδιο Β;
O ηγέτης του Κινήματος των 5 Αστεριών και υπουργός Εργασίας Λουίτζι ντι Μάιο, επέμεινε στις θέσεις της κυβέρνησης, παραδέχτηκε ότι περίμεναν «ότι αυτός ο προϋπολογισμός δεν θα άρεσε στις Βρυξέλες και αναγνώρισε ότι ξεκινά μια περίοδος διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς όμως διάθεση της ιταλικής κυβέρνησης να υποχωρήσει. Επισήμανε πάντως ότι «δεν υπάρχει σχέδιο Β΄.
Η τελευταία αποστροφή δεν είναι τυχαία. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα ιταλική κυβέρνηση εάν χρειαστεί δεν θα διστάσει να πάει ακόμη και σε ρήξη με την ευρωζώνη, μέσα από διάφορα σχέδια που κατά καιρούς έχουν ακουστεί για παραλλαγές συστήματος «παράλληλου νομίσματος».
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε πολύ ευρύτερες αναταράξεις στην ευρωζώνη αλλά και την παγκόσμια οικονομία δεδομένου του μεγέθους της Ιταλίας και ειδικά του μεγέθους τους χρέους τους.
Η ιταλική κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα έχει διαψεύσει ότι έχει τέτοιες επιδιώξεις, αλλά υπάρχει πάντα ο φόβος μήπως έχουν και δεύτερες σκέψεις, στη χώρα όπου ακόμη και τμήματα των οικονομικών ελίτ παραμένουν σκεπτικιστικά έναντι του ευρώ.
Όμως, η επιμονή της Ιταλίας στην έστω και περιορισμένη «ανυπακοή» στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία που κυρίως η Γερμανία προωθεί, επίσης δημιουργεί κραδασμούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ακόμη και μια μικρή «ευελιξία» θα στείλει το μήνυμα ότι οι κανόνες μπορούν να χαλαρώσουν, κάτι που με τη σειρά του επίσης μπορεί να αποδομήσει την τρέχουσα στρατηγική και ρητορική των ηγετικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλο το πλαίσιο της αυξημένης δημοσιονομικής αυστηρότητας και επιτήρησης.
Επομένως, ακόμη και εάν οι φραστικοί τόνοι μπορεί να είναι αρχικά μετρημένοι είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν μεγάλες πιέσεις στην Ιταλία να συμμορφωθεί. Το πώς μένει να το δούμε, μια που και για τις δύο πλευρές είναι αχαρτογράφητο τοπίο το πώς μπορεί να «πειθαρχηθεί» μια χώρα του «πυρήνα».
Πιο μεγάλες οι δυσκολίες για την Ελλάδα
Εάν η Ιταλία μπορέσει να κερδίσει έστω και στα σημεία στην αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια εξέλιξη που αντικειμενικά θα σηματοδοτούσε περιθώρια χαλάρωσης του αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου που προωθείται σήμερα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, ακόμη και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τα πράγματα δεν θα γίνονταν πιο εύκολα για την Ελλάδα. Η μεταμνημονιακή επιτήρηση αλλά και τα διάφορα ανοιχτά μέτωπα στα οποία η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται την ευμενή μεταχείριση των ευρωπαϊκών θεσμών, από την αποφυγή της μείωσης των συντάξεων μέχρι τη στήριξη σε κάποιο «όχημα ειδικού σκοπού» για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων», σημαίνουν ότι η Ελλάδα απέχει πολύ από το να βρίσκεται σε «σκληρή διαπραγμάτευση» με την ΕΕ ώστε να διεκδικήσει κάτι παραπάνω.
Αντίθετα, εύλογα μπορεί κανείς να αναμείνει ότι ακόμη και εάν οι Ευρωπαίοι επιλέξουν το δρόμο της «ευελιξίας» και κάποιου τύπου συμβιβασμό με την ιταλική κυβέρνηση, την ίδια στιγμή, για να αποφύγουν να δώσουν τον τόνο ότι γενικά «χαλαρώνουν οι κανόνες», θα διάλεγαν ακόμη πιο αυστηρή στάση απέναντι στην Ελλάδα.
Από την άλλη, εάν επιλεγεί ένας δρόμος σύγκρουσης με την ιταλική κυβέρνηση και προσπαθήσουν να ενεργοποιήσουν το όλο πλαίσιο πίεσης για δημοσιονομική πειθαρχία που είναι εγγεγραμμένο στην τρέχουσα πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε εξίσου εύλογο είναι να αναμένουμε ένα μήνυμα ακόμη πιο μεγάλης πειθαρχίας προς την Ελλάδα.
Γιατί εάν μια χώρα όπως η Ιταλία, που αναμφίβολα έχει το μέγεθος εκείνο που της δίνει άλλη διαπραγματευτική βαρύτητα, βρίσκεται στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πιέζεται να συμμορφωθεί, τότε η πίεση για την ελληνική πλευρά θα είναι ακόμη πιο μεγάλη και τα περιθώρια «χαλάρωσης των κανόνων» πραγματικά μηδαμινά, κάτι που θα περιορίζει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια της ελληνικής κυβέρνησης να αποσπάσει μια πιο ευνοϊκή στάση ώστε να παρουσιάσει περισσότερο «φιλολαϊκό» προφίλ.
Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι εξελίξεις αναδεικνύουν και μια βαθιά κρίση του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Οι διαρκείς αντιπαραθέσεις, τα σχέδια μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που δεν ξεφεύγουν από τα όρια της έκθεσης ιδεών, η επικέντρωση στη δημοσιονομική πειθαρχία παραβλέποντας το κοινωνικό κόστος και η αποσιώπηση ζητημάτων όπως η ανάπτυξη και η αναδιανομή, το δομικό «δημοκρατικό έλλειμμα», η διαρκή κρίση νομιμοποίησης και η ένοχη αμηχανία απέναντι στις διάφορες παραλλαγές της ακροδεξιάς αυτό καταδεικνύουν.
Το χειρότερο είναι ότι σε μια τέτοια συνθήκη είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα να χρησιμοποιηθεί ως το παράδειγμα ότι «οι μηχανισμοί λειτουργούν ακόμη» με όλη την αυστηρότητά τους. Ιδίως, από τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση, ήδη από το 2015, απεμπόλησε κάθε ενδεχόμενο πραγματικής αλλαγής των συσχετισμών.