Συνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, απορρίπτοντας ως αβάσιμες και απαράδεκτες τις περί του αντιθέτου αιτήσεις από τον κόσμο της Εκκλησίας.
Την απόφαση έλαβε το Γ΄ Τμήμα – η αυξημένη, 7μελή, σύνθεση – του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο την Αικατερίνη Συγγούνα και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Αναστασία Παπαδημητρίου, με άξονα τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο σκεπτικό που διατυπώνουν οι ανώτατοι δικαστές, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η θέση, μεταξύ άλλων, ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών δεν ανταγωνίζεται τον θεσμό του γάμου και δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο τη δια του γάμου ιδρυόμενη και συνταγματικώς προστατευόμενη οικογένεια.
Το σύμφωνο, εκτιμούν, δεν είναι αντίθετο προς τους δογματικούς κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, δεν θίγει τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών πολιτών εγγάμων γονέων και μη• δεν στοιχειοθετείται βλάβη στις Μητροπόλεις, προσθέτουν.
Αναλυτικότερα, στο ΣτΕ είχαν προσφύγει οι Ιερές Μητροπόλεις Πειραιώς, Κυθήρων και Γόρτυνος, καθώς και οι Μητροπολίτες αυτών, η Εστία Πατερικών Μελετών – Μη Κυβερνητική Οργάνωση, όπως και πλέον των 160 μεμονωμένων πολιτών. Όλοι στρέφονταν ουσιαστικά κατά του σκέλους εκείνου, του νόμου 4356/2015, που επεκτείνει το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Αφορμή για την προσφυγή, στάθηκε η απόφαση του πρώην υπουργού Εσωτερικών Παναγιώτη Κουρουμπλή, με την οποία καθορίσθηκε ο τρόπος εγγραφής στα Ληξιαρχεία των συμφώνων ελεύθερης συμβίωσης ομοφυλοφίλων ζευγαριών και καθορίστηκε παράλληλα η τήρηση των ληξιαρχικών βιβλίων.
Η πλευρά της Εκκλησίας υποστήριζε, καταρχήν, ότι το νομοθετικό πλαίσιο για την επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, προσβάλλει τα κρατούντα στην Ελλάδα χρηστά ήθη, όπως αυτά καταγράφονται στα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος. Ακόμη, ισχυριζόταν ότι πλήττει τους θεσμούς του γάμου και της οικογένειας.
Σε αντιδιαστολή, οι σύμβουλοι Επικρατείας εκτίμησαν ότι «η κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία να είναι απολύτως σεβαστός και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από την πλευρά της κρατικής εξουσίας».
Από το Σύνταγμα «ο γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς, αλλά η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από το νομοθέτη», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
«Ο νομοθέτης δεν κωλύεται από τις συνταγματικές επιταγές να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας ή να αναγνωρίζει στα πλαίσια των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ισότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλες εναλλακτικές προς το γάμο μορφές συμβίωσης και δια αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών, δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας δεν αφορά αποκλειστικά στη δια γάμου ιδρυόμενη και από τη φύση του υφίσταται κατ΄ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά την διαδρομή του χρόνου υποκείμενες σε εξέλιξη και αναπροσδιορισμούς».
Και προσθέτει το ΣτΕ: «Η θέσπιση της εναλλακτικής μορφής συμβίωσης δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου από τον οποίο διαφοροποιείται σημαντικά, δεδομένου ότι στοχεύει στην κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών αναγκών και συγκεκριμένα στην αναγνώριση και προστασία de facto συντροφικών σχέσεων, που ενώ αποτελούν μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας παραμένουν εκτός των πλαισίων της έννομης τάξης».