Οι πληροφορίες ήρθαν από τη Νέα Υόρκη, γράφτηκαν και δεν διαψεύστηκαν. Στις συναντήσεις του Τσίπρα με επενδυτές, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, οι περισσότερες ερωτήσεις που δέχτηκε αφορούσαν το πότε θα γίνουν οι εκλογές όχι ζητήματα που αφορούσαν το κόστος εργασίας ή τη συνολική οικονομική κατάσταση.
Το περιστατικό αυτό λέει μια μεγάλη αλήθεια για το πώς σκέφτονται οι αγορές και οι «επενδυτές».
Και είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς σκέφτονται ιδίως σε μία περίοδο στην οποία, καλώς ή κακώς, η όποια προοπτική ανάπτυξης συνδέεται με τις επενδύσεις.
Είναι σαφές ότι επενδύσεις δεν μπορούν εύκολα να πάνε σε μια χώρα όπου κατατίθενται προσχέδια προϋπολογισμού με διαφορετικά σενάρια, όπου μάλιστα μία από τις διαφορές των δύο σεναρίων είναι το εάν θα υπάρξουν ή όχι 300 εκατομμύρια ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Με ποιο σενάριο να εξετάσει το ενδεχόμενο έλευσής του ένας υποψήφιος επενδυτής; Με αυτό που περιλαμβάνει τυχόν επιδότηση για την επένδυσή του και αυτό που δεν περιλαμβάνει;
Ούτε μπορούν να πάνε εύκολα επενδύσεις όταν από τον Αύγουστο έχουμε μπει σε μια προεκλογική περίοδο που έχει ασαφή ορίζοντα, καθώς ακόμη και τώρα παραμένει εξαιρετικά ασαφές πότε θα γίνουν εκλογές. Τον Μάιο, στο τέλος της τετραετίας, σε ένα χρόνο από τώρα; Ή μήπως με βάση το σενάριο της «γαλοπούλας», δηλαδή αμέσως μόλις περάσουν οι γιορτές;
Μόνο το πότε θα γίνουν εκλογές έχει τεράστια σημασία μια που αυτό εξαρτάται το πότε θα έχουμε την αναγκαστικά διακοπή του κυβερνητικού έργου που συνεπάγεται η προεκλογική εκστρατεία και η αναμονή νέας κυβέρνησης.
Πιστεύετε ότι είναι εύκολο να έρθει επενδυτής που με μια κυβέρνηση θα κάνει τη μισή διαπραγμάτευση και με μια άλλη τη υπόλοιπη διαπραγμάτευση γι’ αυτήν;
Είναι δυνατόν να προσελκυστούν σοβαρές μεσοπρόθεσμες επενδύσεις και όχι βραχείες τοποθετήσεις στο χρηματιστήριο, όταν θα είναι ασαφές το θεσμικό πλαίσιο, ιδίως εάν πρόκειται να έχουμε κυβερνητική αλλαγή στις επόμενες κάλπες;
Καμιά προσπάθεια
Ούτε πρόκειται να έρθουν οι επενδυτές όσο το τραπεζικό σύστημα είναι σε οριακή κατάσταση και όσο δεν υπάρχει κάποια σοβαρή προσπάθεια για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του και να εξασφαλίσει με πραγματικούς όρους πρόσβαση στη χρηματοδότηση που να καταλήγει στην πραγματική οικονομία.
Η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών, είτε είναι λόγω κερδοσκοπίας όπως είπε η κυβέρνηση, είτε γιατί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια, την κεφαλαιακή επάρκεια και την αδυναμία πρόσβασης στις αγορές, δείχνει ότι οι ξένοι δεν μπορούν να ποντάρουν στην Ελλάδα.
Όμως, δεν είναι μόνο το οικονομικό περιβάλλον το οποίο προκαλεί αβεβαιότητα ή οι ασάφειες σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο και τα ενδεχόμενα για την ημερομηνία των εκλογών. Είναι και η συνολική κατάσταση και ο προσανατολισμός μιας χώρας.
Μια χώρα, το πολιτικό προσωπικό της οποίας δεν μπορεί κοντά 30 χρόνια τώρα να συμφωνήσει σε μια κοινή τοποθέτηση για το θέμα των σχέσεων με την ΠΓΔΜ και να κινηθεί συντεταγμένα, επίσης δεν εμπνέει εμπιστοσύνη καθώς δείχνει ότι δεν μπορεί να έχει ένα σταθερό προσανατολισμό στο διεθνές τοπίο.
Το ίδιο και μια χώρα όπου η οικονομική πολιτική, είτε πρόκειται για πλήρη αποδοχή κάθε απαίτησης των δανειστών, είτε πρόκειται για τις εκ των υστέρων «ανυπακοές» αποφασίζεται και χαράσσεται με επικοινωνιακό και προεκλογικό κριτήριο.
Διαφθορά
Για να μην αναφερθούμε για το ότι σε μια χώρα όπου για πολλά χρόνια υπήρχαν παραπάνω από σκιές διαφθοράς, η διεθνής κοινότητα πληροφορείται ότι υπάρχει έλεγχος από τις υπηρεσίες της ΕΕ για κακοδιαχείριση ενός από τα μεγαλύτερα κονδύλια ανθρωπιστικής βοήθειας που δόθηκαν ποτέ σε ευρωπαϊκή χώρα.
Πόσο μάλλον που διάχυτη είναι η αίσθηση ότι από τη λειτουργία της δικαιοσύνης έως τη δράση ελεγκτικών μηχανισμών κυριαρχούν οι κάθε λογής πολιτικές παρεμβάσεις.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε, οι επενδύσεις που έρχονται και συνεισφέρουν σε μια οικονομία δεν επιθυμούν «γη και ύδωρ».
Αυτό που θέλουν είναι σαφείς κανόνες του παιχνιδιού, αποσαφηνισμένο θεσμικό πλαίσιο που να ορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις, πολιτική σταθερότητα και προσανατολισμό που να είναι γνωστός από πριν.
Εάν δεν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, τότε τα όποια πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματα έχουμε, όπως είναι για παράδειγμα η γεωγραφική θέση αλλά και η ύπαρξη ενός εργατικού δυναμικού υψηλής μόρφωσης, μεγάλης εμπειρίας, αναβαθμισμένων δεξιοτήτων και ανταγωνιστικού κόστους εργασίας, απλώς δεν αξιοποιούνται και η χώρα παραμένει μέσα στο φαύλο κύκλο της αναπτυξιακής στασιμότητας.
Όμως, αυτά είναι έξω από την οπτική μιας κυβέρνησης που πρωτίστως ενδιαφέρεται να κερδίζει την μάχη της επικοινωνίας και της «εικόνας» και όχι της ουσίας και της στρατηγικής.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρωτίστως και το οικονομικό επιτελείο δευτερευόντως, έχει σαφέστατες ευθύνες για την κατάσταση που επικρατεί αυτή την ώρα στην οικονομία και τη χώρα. Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βαρύνεται με τη διαχρονική αδυναμία της χώρας να βρίσκεται σε μια κανονικότητα, οικονομική και πολιτική. Βαρύνεται όμως για τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τα εγκληματικά λάθη που έγιναν το 2015, το τραγικό λάθος που γίνεται τώρα με την επικοινωνιακή διαχείριση της οικονομικής κατάστασης και την συνέχιση μιας ιδεοληπτικής αντιμετώπισης του μέλλοντος που έχει η χώρα.