Η συντριπτική αποχή του σλαβομακεδονικού στοιχείου από το δημοψήφισμα στα Σκόπια αποτελεί, κατ’ ουσία, μία ολοκληρωτική απόρριψη της «Συμφωνίας των Πρεσπών». (Ακόμη και εκείνοι που ψήφισαν, δήλωναν ότι το έπρατταν με «βαριά καρδιά»). Η στάση τους συνιστά μια πράξη την οποία οφείλουμε να ερμηνεύσουμε. Διότι υποκρύπτει μία πραγματικότητα απέναντι στην οποία δεν θα πρέπει να εθελοτυφλούμε, όπως για πολλά χρόνια εθελοτυφλούσε ή, ενδεχομένως, εξακολουθεί να εθελοτυφλεί ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» συνιστούσε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μία σημαντική υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας σε κεφαλαιώδη ζητήματα. Όσο κι αν πολλοί δε θέλουν να το παραδεχθούν, η υπογραφή της αποτέλεσε μία μεγάλη διπλωματική νίκη για τα Σκόπια, η οποία θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη με την εφαρμογή της. Και όμως. Ο λαός των Σκοπίων και, ειδικά, οι σλαβομακεδόνες πολίτες την απέρριψαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Απέρριψαν μία συμφωνία η οποία όχι μόνο απηχούσε τους έωλους ισχυρισμούς τους όσον αφορά την γλώσσα τους και την εθνικότητά τους, αλλά και μία συμφωνία η οποία (αυτή ήταν η «αφήγηση») θα άνοιγε το δρόμο για συμμετοχή της χώρας τους πρώτα στο ΝΑΤΟ και μετά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προκύπτει, επομένως, ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί οι πολίτες των Σκοπίων απέρριψαν μία συμφωνία η οποία προδήλως και καταφανώς τους ικανοποιούσε σε τόσα πολλά σημεία και που τους υποσχόταν τόσα πολλά; Η απάντηση είναι ότι την απέρριψαν για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν τους ικανοποιούσε στο πιο σημαντικό γι’ αυτούς σημείο: διότι έπαυε να νομιμοποιεί ιδεολογικά και νομικά τις βλέψεις τους για την Ελληνική Μακεδονία, διότι αναιρούσε ιδεολογικά και νομικά τη συλλογική τους φαντασίωση για την μία και ενιαία (σλαβική) «Μακεδονία» με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη! Με άλλα λόγια, εάν αυτή η απόρριψη υποδηλώνει κάτι αυτό είναι ότι, δυστυχώς, στο γειτονικό κράτος οι επεκτατικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας αναφύονται με έναν πολύ φυσικό τρόπο γιατί, απλούστατα, αποτελούν το κεντρικό στοιχείο και τη βάση της συλλογικής συνείδησης και του τρόπου που οι πολίτες του προσλαμβάνουν την πραγματικότητα στον σύγχρονο κόσμο. Αυτή είναι η αλήθεια!
Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος μπορεί να μας είναι κάτι πολύ δυσάρεστο. Πλην, όμως, η μη συνειδητοποίησή του, το να εθελοτυφλούμε δηλαδή απέναντι στην αλήθεια, μπορεί να αποδειχτεί, μεσοπρόθεσμα, πολύ επικίνδυνο για τη χώρα μας.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» ήταν, δυστυχώς, ένα λάθος. Ήταν λάθος ως περιεχόμενο, διότι υπονόμευε τα εθνικά μας συμφέροντα παραγνωρίζοντας ότι η κινούσα ορμή της πολιτικής τής γείτονος, ο βαθύς πυρήνας της, είναι ακριβώς οι επεκτατικές βλέψεις της εις βάρος μας. Οι οποίες, με τη σειρά τους, πηγάζουν με πολύ φυσιολογικό τρόπο από την ίδια την κρατική ιδεολογία του «μακεδονισμού» που, ναι μεν είναι ιστορικά έωλη, συνιστά όμως τον θεμέλιο λίθο τής ίδιας της κρατικής τους υπόστασης. Η Συμφωνία ήταν λάθος και ως διαδικασία, διότι υπονόμευε τη δημοκρατία μας: ενώ οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν απέναντί της, στους Έλληνες πολίτες δεν δόθηκε τέτοια δυνατότητα ούτε πριν αλλά ούτε και μετά την υπογραφή της.
Τουλάχιστον όμως, ως λάθος, θέλω να πιστεύω ότι χρησίμευσε στο να αποκαλυφθεί η αλήθεια που πολλοί δεν ήθελαν να παραδεχθούν. Ότι χρησίμευσε στο να βλέπουμε τα πράγματα καθαρότερα από πριν.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης, τέως Πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών