Η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 έδωσε τη δυνατότητα στις δύο χώρες ‒ανεξαρτήτως των ιδεολογικών και ιδεοληπτικών αντιλήψεων των κυβερνήσεών τους‒ να αναπτύξουν πυκνές οικονομικές, εμπορικές και κάθε είδους συνεργασίες χωρίς ουσιαστικά εμπόδια∙ τα περιθώρια περαιτέρω συνεργασίας στο οικονομικό πεδίο, λόγω του πληθυσμιακού και παραγωγικού μεγέθους της χώρας, είναι οριακά, και δεν τεκμηριώνουν την άποψη της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει έκρηξη συνεργασίας με την εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών.
Ειδικά από την πλευρά της Ελλάδας, στον τουρισμό και στις εξαγωγές έχουμε φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα, αλλά ακόμη και στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της FYROM, όπως στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες και τις τράπεζες, η παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν πολύ ισχυρή μέχρι και τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και παραμένει ακόμη σημαντική.
Ακόμη δεν έχει αντίκρισμα αλήθειας το επιχείρημα ότι η χώρα μας πληρώνει υψηλό διπλωματικό τίμημα λόγω της εκκρεμότητας ολοκλήρωσης της ενδιάμεσης συμφωνίας, αφού και οι δύο πλευρές παραβίαζαν ορισμένες πλευρές της.
Ούτε φυσικά η σημερινή πραγματικότητα της FYROM μπορεί να συγκριθεί με την ατμόσφαιρα διχασμού και σύγκρουσης μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην περιοχή για να ανατραπεί το καθεστώς Μιλόσεβιτς και να ανεξαρτητοποιηθεί το Κόσοβο το 1999, που είχε αποτέλεσμα τον εμφύλιο μεταξύ των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων των σλαβόφωνων και των αλβανόφωνων. Εμφύλιος που οδήγησε στη συμφωνία της Αχρίδας, κάτω από την πίεση της διεθνούς κοινότητας, η οποία όμως ποτέ δεν υλοποιήθηκε, παρότι το δημοψήφισμα που επέβαλε το αντιπολιτευόμενο και τότε VMRO κρίθηκε άκυρο, αφού είχε μικρότερη συμμετοχή από το προχθεσινό∙ το παράδοξο είναι ότι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές στη γειτονική μας χώρα είχαν τους ακριβώς αντίθετους ρόλους τότε.
Μια συμφωνία σε θέματα που άφησε ανοικτά η ενδιάμεση συμφωνία, τα οποία έχουν ισχυρό ιστορικό, συναισθηματικό υπόβαθρο και υψηλή γεωστρατηγική σημασία, για να αντέξει στον χρόνο πρέπει να υπάρξουν ταυτόχρονα τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις:
- Να το θέλουν πολύ οι κυβερνήσεις των δύο χωρών.
- Να το θέλει η διεθνής κοινότητα.
- Να υπάρχει συναίνεση των βασικών πολιτικών κομμάτων και υψηλή αποδοχή από τους πολίτες των δύο χωρών.
Στη συμφωνία των Πρεσπών υπάρχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις∙ δεν υπάρχει όμως η τρίτη, που είναι και πιο σημαντική. Την ευθύνη έχει κυρίως η κυβέρνηση, όμως μεγάλη είναι και η ευθύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και των άλλων κομμάτων. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη FYROM και αποτυπώθηκε με σαφήνεια στο δημοψήφισμα και στις θέσεις της αντιπολίτευσης, αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη FYROM για τη συμφωνία των Πρεσπών, σε συνδυασμό με τη καθολική σχεδόν απόρριψή της στη χώρα μας, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια λύση-πακέτο επί του συνόλου των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών.
Τα ταυτοτικά θέματα δεν συνθλίβονται σε γεωπολιτικές εμμονές ή σε κομματικές σκοπιμότητες και ιδεοληψίες, ειδικά σε περιόδους αβεβαιοτήτων και οικονομικής κρίσης.
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα και την τήρηση ή όχι του οδικού χάρτη των Πρεσπών, η κυβέρνηση και τα κόμματα ‒χωρίς μυστικές συνεννοήσεις, προειλημμένες αποφάσεις και συμφωνίες‒ πρέπει να προετοιμαστούν για τα επόμενα βήματα, με αίσθημα εθνικής ευθύνης και χωρίς κομματικές προσωπικές σκοπιμότητες, χωρίς κραυγές για προδότες και πατριδοκάπηλους.
Τα κόμματα και πρώτη η κυβέρνηση πρέπει πλέον με νηφαλιότητα να πράξουν αυτό που δεν έκαναν μέχρι τώρα: να συμφωνήσουν στον επανασχεδιασμό της στρατηγικής μας.
Παίρνοντας υπόψη τους διεθνείς συσχετισμούς και τις ιδιομορφίες της γειτονικής μας χώρας, θα πρέπει να προωθήσουν λύσεις αμοιβαία αποδεκτές από τις κοινωνίες των δύο χωρών, που θα ενισχύουν τη σταθερότητα στην περιοχή και θα δημιουργούν προϋποθέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Μπορεί το θέμα της ονομασίας να συνδυαστεί με την ένταξη στο ΝΑΤΟ της FYROM ‒επιλογή που εξυπηρετεί τον διεθνή παράγοντα και τη σταθερότητα στην περιοχή‒ και το θέμα της ταυτότητας των γειτόνων μας να συνδυαστεί με την ένταξη στην ΕΕ.
Το πρώτο είναι άμεσο βήμα και το δεύτερο απαιτεί έναν οδικό χάρτη τουλάχιστον δεκαετίας, με αποφασιστικό ρόλο της χώρας μας, χρόνο ικανό για την ωρίμανση και των δύο πλευρών.
Οποιαδήποτε εμμονή στη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα οδηγήσει σε αδιέξοδα και τις δύο χώρες.
Οι κομματικοί και προσωπικοί εγωισμοί θα είναι καταστροφικοί.