Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον αναμένεται να λάβει θέση ως αντίπαλος της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι κατά την διάρκεια της ομιλίας του σήμερα στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπέρμιγχαμ.
Επιχειρώντας να αποσπάσει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης από τον ανταγωνιστή της στις τάξεις των Τόρις, η Τερέζα Μέι άνοιξε σήμερα πρώτη πυρ καταλαμβάνοντας τα πλατό των πρωινών εκπομπών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών δικτύων για να εξαγγείλει την νέα βρετανική μεταναστευτική πολιτική μετά το Brexit.
Από τον Ιανουάριο 2021, οι μετανάστες θα γίνονται δεκτοί στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση τα προσόντα τους και οι Ευρωπαίοι δεν θα έχουν πλεονεκτική θέση, είπε. Πρόκειται για μία εξαγγελία που θα αρέσει στο εκλογικό ακροατήριο, αφού η μετανάστευση ήταν το κεντρικό θέμα στην προεκλογική καμπάνια για το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 για την έξοδο ή μη της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Τερέζα Μέι προσπάθησε να προκαταλάβει έτσι την ομιλία του πρώην υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος παραιτήθηκε τον Ιούλιο διαμαρτυρόμενος για το σχέδιο του Τσέκερς που προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα διατηρήσει στενή εμπορική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση μετά το Brexit βασισμένη σε κοινούς κανόνες. Ενα σχέδιο που ο υποστηρικτής του σκληρού Brexit χαρακτηρίζει «παρανοϊκό» και «παράλογο».
Στην θέση του σχεδίου του Τσέκερς, ο πληθωρικός Μπόρις Τζόνσον προβάλλει την δική του αντιπρόταση: μία «σούπερ συμφωνία ελευθέρου εμπορίου», αντιγραφή της συμφωνίας που συνδέει την Ευρωπαϊκή Ενωση με τον Καναδά (CETA).
Ομως η πρότασή του, επισημαίνει η Ντάουνινγκ Στριτ, δεν δίνει λύση στο ανεπίλυτο θέμα των ιρλανδικών συνόρων, του συνοριακού καθεστώτος δηλαδή που θα ισχύει ανάμεσα στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας, και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και τη Βόρεια Ιρλανδία, επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ομως, το σχέδιο του Τσέκερς δεν έτυχε αποδοχής ούτε μεταξύ των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ζήτησαν από την βρετανίδα πρωθυπουργό να επανεξετάσει το γραπτό της μέχρι την επόμενη ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, στις 18 και 19 Οκτωβρίου.
Σήμερα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε ότι μία έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς συμφωνία θα είχε συνέπειες.
«Θέλουμε μία συμφωνία. Οσοι πιστεύουν ότι η απουσία συμφωνίας θα ήταν καλύτερη λύση δεν συνειδητοποιούν τις δυσκολίες που περιλαμβάνει αυτό το σενάριο», δήλωσε ο πρόεδρος της Κομισιόν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.
Ενας φανταστικός κόσμος
Στο Μπέρμιγχαμ, μέλη της βρετανικής κυβέρνησης επέκριναν τον Μπόρις Τζόνσον. «Ζει σε έναν φανταστικό κόσμο», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ.
Ομως, οι απόψεις του πληθωρικού πρώην δημάρχου του Λονδίνου ενοχλούν και μεγάλο αριθμό των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος. «Θα προτιμούσα να σωπάσει», δήλωσε η βουλευτής Αννα Σούμπρι. «Το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα είναι μία μάχη ηγεσίας».
Ακόμη και ο πρώην υπουργός αρμόδιος για το Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις, ο οποίος, ωστόσο, διάκειται ευνοϊκά απέναντι στο σενάριο της συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου, πήρε αποστάσεις από τον Τζόνσον: «Οι ιδέες του δίνουν καλούς τίτλους στις εφημερίδες, αλλά όχι αναγκαστικά και καλές πολιτικές», είπε.
«Θεωρώ ότι έχει απαξιωθεί στους συντηρητικούς βουλευτές», λέει ο Ρόμπιν Πέτι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κίνγκστον του Λονδίνου. «Πήρε θέση υπέρ του Brexit διότι έβλεπε σε αυτόν τον καλύτερο τρόπο για να γίνει αρχηγός του κόμματος. Δεν νομίζω ότι έχει συλλογική αντίληψη σε όλο αυτό».
Αμφιλεγόμενη αλλά χαρισματική προσωπικότητα, ο Μπόρις Τζόνσον συνεχίζει να έχει ευρεία υποστήριξη μεταξύ των μελών του Συντηρητικού Κόμματος, που βλέπουν σε αυτόν έναν εν δυνάμει ηγέτη.
Η Αρλίν Φόστερ, ηγέτις του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, στις βουλευτικές έδρες του οποίου βασίζεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Τερέζα Μέι, υπερασπίσθηκε τον Μπόρις Τζόνσον μέσα από τις στήλες του σημερινού φύλλου της Telegraph λέγοντας ότι «αν ήταν πρωθυπουργός, θα συνεργαζόταν μαζί του».
Από την πλευρά της η Τερέζα Μέι επαναλαμβάνει ότι επικεντρώνεται στο θέμα των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες και καλεί το κόμμα της σε συσπείρωση για την επίτευξη «της καλύτερης δυνατής συμφωνίας».