Ο Ντόναλντ Τραμπ πολλές φορές έχει υπερηφανευτεί ότι κατέχει την «τέχνη της συμφωνίας» και την ικανότητα να αξιοποιεί την όξυνση των αντιθέσεων σε κρίσιμο επίπεδο, ώστε να γίνει πιο εύκολος μετά ο συμβιβασμός.
Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτό που παρουσιάζει ως «τέχνη της συμφωνίας», είναι στην πραγματικότητα απλώς ένας εκβιασμός που στηρίζεται απλώς στην εκμετάλλευση μιας υπέρτερης θέσης και στην ικανότητα να απορροφά το αρχικό κόστος της διαπραγμάτευσης.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει αρκετά για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι σύγχρονοι εμπορικοί πόλεμοι με πρωτοβουλία των ΗΠΑ. Άλλωστε, ο ίδιος ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θεωρεί καλούς του εμπορικούς πολέμους και ότι είναι εύκολο να τους κερδίσει.
Ο εμπορικός πόλεμος ως στρατηγική
Στην πραγματικότητα ο Τραμπ με τέτοιες δηλώσεις απλώς αναπαράγει μια κρίσιμη πλευρά της παγκόσμιας οικονομίας. Οι ΗΠΑ και λόγω μεγέθους της οικονομίας και λόγω του εύρους των κλάδων στους οποίους δραστηριοποιούνται αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η εσωτερική τους οικονομία είναι πιο «κλειστή» ως προς τις επιδράσεις από το διεθνές οικονομικό κλίμα μπορούν να αντέξουν περισσότερο το κόστος ενός εμπορικού πολέμου.
Και αυτό σημαίνει ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ μπορούν να κερδίσουν τους εμπορικούς πολέμους που θέτουν.
Οι αιτίες που σπρώχνουν τις ΗΠΑ σε αυτή τη στάση δεν εμφανίστηκαν με τον Ντόναλντ Τραμπ ούτε είναι αποτέλεσμα των δικών του υποτίθεται «απομονωτικών» εμμονών.
Από καιρό οι αμερικανικές κυβερνήσεις αλλά και οι εκπρόσωποι των αμερικανικών επιχειρήσεων υποστήριζαν ότι υπάρχουν στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο που αφορούν τις κάθε λογής έμμεσες επιδοτήσεις που δημιουργούν άνισους όρους πρόσβασης σε διάφορες αγορές, τα προβλήματα με την πνευματική ιδιοκτησία, τους κινεζικούς όρους για τη συμμετοχή σε κοινά επιχειρηματικά εγχειρήματα.
Η διαφορά με προηγούμενες κυβερνήσεις είναι ότι αυτή τη φορά οι ΗΠΑ δεν επιλέγουν μια πολυμερή αντιμετώπιση και διαπραγμάτευση του ζητήματος μέσα από υπαρκτούς θεσμούς όπως ο ΠΟΕ. αλλά προτιμούν να το κάνουν με μονομερείς ενέργειες, τετελεσμένα και διαπραγματεύσεις διμερείς.
Αυτό αποτυπώθηκε και στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συζήτηση για τη Διειρηνική Συνεργασία (TPP) αλλά και στο πάγωμα των συζητήσεων για την TTIP με την Ευρωπαϊκή Ένωση (στη δεύτερη περίπτωση διάθεση για πάγωμα των διαπραγματεύσεων υπήρχε και από την ευρωπαϊκή πλευρά δεδομένων των πολλών αντιδράσεων για αυτές τις συμφωνίες).
Από τη NAFTA στην USMCA
Στο βαθμό που οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να υποστούν το αρχικό κόστος και την αρχική ζημιά μιας τέτοιας σύγκρουσης η τακτική αυτή φαίνεται να αποδίδει.
Αυτό φάνηκε και στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό, δηλαδή για τη διάδοχη συμφωνίας της NAFTΑ.
Ας μην ξεχνάμε πως όταν τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994 η NAFTA ήταν η πρώτη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου τέτοιου είδους και για αυτό είχε τεθεί εξαρχής στο στόχαστρο και των εργατικών συνδικάτων που ανησυχούσαν για απώλειες θέσεων εργασίας, μισθών και δικαιωμάτων εξαιτίας του κοινωνικού ντάμπινγκ. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας κατά της «παγκοσμιοποίησης» ακούστηκε αρχικά ως επιχειρηματολογία κατά της NAFTA.
Ο Τραμπ που είχε πολύ έντονη προεκλογική ρητορική γύρω από την ανάγκη να τεθεί ως πρώτη προτεραιότητα η αμερικανική οικονομία («Πρώτα η Αμερική!») και είχε ως προεκλογικό στόχο τον επαναπατρισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων σε αμερικανικό έδαφος, είχε τοποθετηθεί εξαρχής κατά τα NAFTA. Μάλιστα τότε απειλούσε να αποσύρει τις ΗΠΑ συνολικά από τη NAFTA.
Τελικά επέλεξε να διαπραγματευτεί. Βέβαια, η διαπραγμάτευση περιλάμβανε ουκ ολίγες απειλές αλλά και επιβολή δασμών στον χάλυβα και στο αλουμίνιο για τους πιο κοντινούς συμμάχους των ΗΠΑ. Περιλάμβανε επίσης οξύτατες επιθέσεις στους ηγέτες των άλλων κρατών και ιδίως στον πρωθυπουργό του Καναδά Τζάστιν Τρυντώ.
Η σύγκρουση αυτή σφράγισε και τη σύνοδο των G7 στο Κεμπέκ όπου ο Πρόεδρος Τραμπ δεν δίστασε να αποκαλέσει τον καναδό πρωθυπουργό «ανέντιμο και αδύναμο», όταν ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε για τους δασμούς που επέβαλε η αμερικανική κυβέρνηση στα εισαγόμενα μέταλλα. Μάλιστα, τότε ο Καναδάς πρακτικά αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις.
Η αμερικανική κυβέρνηση επέλεξε να τις συνεχίσει μόνο με το Μεξικό. Όταν οι ΗΠΑ και το Μέξικο πέτυχαν ένα βαθμό συμφωνίας, η αμερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε ξανά τις διαπραγματεύσεις με τον Καναδά. Τελικά, ύστερα από ορισμένες παραχωρήσεις που έγιναν την περασμένη Παρασκευή, η συμφωνία ξεμπλόκαρε.
Πλέον η συμφωνία δεν θα λέγεται Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Βορείου Αμερικής (North America Free Trade Agreement – NAFTA) αλλά απλώς Συμφωνία ΗΠΑ, Μεξικού, Καναδά (US Mexico Canada Agreement – USMCA).
Η βασική της αλλαγή αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία, αφού οι ΗΠΑ κατάφεραν να περάσουν έναν όρο ότι τα απαλλαγμένα δασμών αυτοκίνητα θα πρέπει να έχουν κατά 70% κατασκευαστεί στην περιοχή που καλύπτει η συμφωνία και κατά 40% να έχουν κατασκευαστεί από εργασία αμειβόμενη με τουλάχιστον 16 δολάρια ΗΠΑ/ώρα, άρα στις ΗΠΑ ή στον Καναδά.
Αντίστοιχα, η συμφωνία διευκολύνει τις πωλήσεις γαλακτοκομικών προϊόντων των ΗΠΑ στον Καναδά. Από την άλλη, παρότι το ζήτημα με τους δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο παραμένει, το Μεξικό και ο Καναδάς προστατεύονται από τις επιπτώσεις τυχόν επιπλέον δασμών των ΗΠΑ για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Επίσης, ο Καναδάς εξασφάλισε ότι διατηρείται η αρχική πρόβλεψη της NAFTA για ένα σύστημα διαιτησίας ως προς τυχόν επιπλέον δασμούς που μπορεί να επιβάλουν σε συγκεκριμένα προϊόντα οι ΗΠΑ
Η συμφωνία έγινε δεκτή με ανακούφιση από τις αμερικανικές επιχειρήσεις και τη Wall Street αφού εξασφαλίζει τις σύνθετες αλυσίδες προμηθειών που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στις τρεις χώρες ιδίως στην αυτοκινητοβιομηχανία και δεν τροποποιεί τον πυρήνα της NAFTA, ενώ την ίδια στιγμή οι προβλέψεις για μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής να γίνεται σε χώρες με υψηλότερα ημερομίσθια ενδέχεται να κερδίσουν τουλάχιστον την ευμένεια των συνδικάτων, όπως φάνηκε από την αρχική αντίδραση και των Teamsters και της ΑFL-CIO.
Τα επόμενα βήματα
Ωστόσο, βασικό ζήτημα είναι το σημαίνει αυτή η συμφωνία για τα επόμενα βήματα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί μέσα από διμερείς συμφωνίες σταδιακά να αποκαταστήσει τα ζητήματα που αφορούν το εμπόριο με τους πιο στενούς συμμάχους τους, με σκοπό να επικεντρώσουν στο βασικό ανταγωνιστή τους που δεν είναι άλλος από την Κίνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν ενδείξεις ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα επιθυμούσε η μεθοδολογία που δοκίμασε με την NAFTA, δηλαδή οι διμερείς διαπραγματεύσεις να δοκιμαστεί τόσο στη διαπραγμάτευση με τις χώρες που θα συμμετείχαν στην Διειρηνική Συνεργασία (TPP) όσο και στην διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την TTIP.
Ειδικά η TPP ή όποια διάδοχη ανάλογη συμφωνία ή σύνολο συμφωνιών είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αμερικανική προσπάθεια να αναχαιτιστεί οικονομικά η Κίνα. Ήδη φαίνεται ότι η Ιαπωνία, παρότι προτιμούσε το πολυμερές πλαίσιο της TPP θα αναγκαστεί να αποδεχτεί το διμερές πλαίσιο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας που προτείνουν οι ΗΠΑ.
Προς το παρόν πάντως οι αγορές αλλά και οι περισσότεροι από τους συμμάχους των ΗΠΑ δείχνουν να προσαρμόζονται σε αυτό το πλαίσιο και να προσπαθούν να εκτονώσουν τις εντάσεις που δημιούργησαν οι αρχικές πιο «πολεμοχαρείς» διακηρύξεις των ΗΠΑ.
Ας μην ξεχνάμε και την ανησυχία που όλες αυτές οι εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο γεννούν ως προς τις συνολικές τάσεις της παγκόσμια οικονομίας. Ήδη, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι το Ταμείο ετοιμάζεται να αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για ανάπτυξη 3,9% τόσο για το 2018 όσο και για το 2019.
Η σύγκρουση με την Κίνα και τα ανοιχτά ενδεχόμενα
Είναι σαφές ότι το υπόβαθρο όλων αυτών των εξελίξεων είναι πρωτίστως ο ανταγωνισμός με την Κίνα, καθώς ένα σημαντικό τμήμα των αμερικανικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ έχει καταλήξει ότι με τη «φυσική ροπή» των πραγμάτων η Κίνα θα μπορούσε να συγκεντρώσει παγκοσμίως οικονομική ισχύ που θα διαμόρφωνε και άλλο πολιτικό συσχετισμό δύναμης.
Η υποχρέωσή της Κίνας να αποδεχτεί όρους διεθνούς εμπορίου που ακυρώνουν πλευρές του συγκριτικού της πλεονεκτήματος, όπως είναι οι διάφορες μορφές άμεσες και έμμεσης επιδότησης και ο τρόπος που ελέγχει το κράτος την είσοδο στην τεράστια εσωτερική της αγορά, θα μπορούσε να ανακόψει την οικονομική της άνοδο ή να αναδείξει τις εσωτερικές αντιφάσεις του οικονομικού της υποδείγματος.
Ωστόσο, είναι ανοιχτό το ερώτημα με ποιο τρόπο θα ξεδιπλωθεί αυτή η προσπάθεια. Όπως παρατήρησε και ο Μωχάμετ Ελ-Εριάν στους Financial Times υπάρχουν δύο ενδεχόμενα.
Το ένα είναι μια «στιγμή Ρήγκαν», παραπέμποντας στο πώς τελικά οι επιθετικές κινήσεις του Ρόναλντ Ρήγκαν και κυρίως ο τρόπος που χειρίστηκε την κούρσα των εξοπλισμών οδήγησαν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 σε μια συνολικά αναδιάταξη του γεωπολιτικού τοπίου.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η τελική έκβαση αυτών των διεργασιών θα ήταν μια παγκόσμια οικονομία με πιο ισχυρούς θεσμούς για το διεθνές εμπόριο, ισχυρούς κανόνες για τα πνευματικά δικαιώματα και πλήθος πρωτοβουλιών για μηδενικούς δασμούς. Σε αυτή την περίπτωση οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ωφελημένες ιδίως εάν η Κίνα δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ρυθμό των αλλαγών και να προσαρμοστεί σε αυτές.
Όμως, κατά τον Ελ-Εριάν υπάρχει και ο κίνδυνος ενός ακόμη πιο κατακερματισμένου παγκόσμιου εμπορίου.
Σε αυτή την περίπτωση η Κίνα θα επιτάχυνε την προσπάθεια να κατοχυρώσει τη θέση της πάνω σε συγκεκριμένους κόμβους της παγκόσμιας οικονομίας, με διμερείς συμφωνίες πληρωμών με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, με αγορές συγκεκριμένων υποδομών όπως τα λιμάνια, με διεύρυνση της τοπικής της επιρροής και με προσπάθεια για να αποτελέσει έναν εναλλακτικό τεχνολογικό πόλο, συμπεριλαμβανόμενης μια διαίρεσης του διαδικτύου ως προς τις υποδομές και την τεχνολογία. Πλευρά όλων αυτών και μια τάση μερικής απομάκρυνσης ορισμένων χωρών από το δολάριο.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διαμόρφωνε έναν πραγματικό διπολισμό μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που θα αύξανε την αστάθεια, ενώ μεσοπρόθεσμα θα υπονόμευε τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ ως της δύναμης που είναι στο κέντρο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Είναι σαφές ότι είμαστε ακόμη στην αρχή ενός εν εξελίξει εμπορικού πολέμου με τα ενδεχόμενα να είναι ανοιχτά, ιδίως όταν παρά την ευφορία των αγορών εξακολουθεί να μην έχει αναδυθεί ένα τεχνολογικό και κοινωνικό υπόδειγμα που να εγγυάται μεσοπρόθεσμες σταθερές αυξήσεις στην παραγωγικότητα στην πραγματική οικονομία.