«Λένε πως το να χτίζεις πάνω σε χρέη, είναι σαν να χτίζεις πάνω στην άμμο. Η άμμος όμως της Αμερικής φαίνεται μάλλον σταθερή. Το σύστημα χρέους μπορεί να λειτουργήσει ακόμα για μεγάλο χρονικό διάστημα», συμπεραίνει σε άρθρο η γερμανική οικονομική εφημερίδα. Αναλυτικά η Handelsblatt αναφέρει τα εξής :
«Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αύξησε στα μέσα της εβδομάδας τα επιτόκια σε ένα εύρος 2,0 έως 2,25%, με προοπτική περαιτέρω αυξήσεων. Οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ κυμαίνονταν ήδη στο ήδη 3%. Είναι ελαφρώς υψηλότερες από τον πληθωρισμό των ΗΠΑ και κυρίως κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες από τον μακροπρόθεσμο στόχο πληθωρισμού της Fed. Ετσι, η Αμερική προσφέρει στον κόσμο μια τεράστια ποσότητα χρεογράφων με θετικές πραγματικές αποδόσεις και μέγιστη ασφάλεια.
Πάνω σε αυτό εδράζεται η δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο συνδυασμός απόδοσης και ασφάλειας προσελκύει χρήματα από όλο τον κόσμο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους Αμερικανούς να διατηρούν την δυναμική της οικονομίας τους, να χρηματοδοτούν το τεράστιο στρατιωτικό τους δυναμικό και να χρησιμοποιούν τις ίδιες τις κεφαλαιαγορές ως μέσο για να επιβάλουν μέχρι τέλους τις δικές τους νομικές απόψεις σε όλον τον κόσμο, όπως αποδεικνύουν οι κυρώσεις για το Ιράν.
Ηδη ο Αλέξανδρος Χάμιλτον, ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, είχε διαβλέψει την πολιτική σημασία των κρατικών ομολόγων. Σε αυτό του χρησίμευσε η Βρετανία ως πρότυπο.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ οδηγεί σήμερα το παιχνίδι με τις φορολογικές μειώσεις λίγο παραπέρα : Θα υπάρξουν περισσότερα χρέη, τα οποία σε ένα μεγάλο βαθμό θα χρηματοδοτηθούν από το εξωτερικό. Πόσο καιρό μπορεί όμως αυτό να πηγαίνει καλά; Η διαίσθηση λέει πως ό,τι χτίζεται πάνω σε χρέη είναι σαν να χτίζεται πάνω σε άμμο. Αυτή η άμμος όμως φαίνεται μάλλον σταθερή.
Συχνά οι ΗΠΑ συγκρίνονται με το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Βρετανοί είχαν κάποτε μια τεράστια παγκόσμια αυτοκρατορία. Την έχασαν -αυτή είναι η συνήθης ερμηνεία- επειδή ήταν υπερχρεωμένοι και δεν μπορούσαν πλέον να χρηματοδοτήσουν την εξουσία τους. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον βλέπει ως σημαντική αιτία που την προκάλεσε το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επέμειναν στην αποπληρωμή όλων των πολεμικών χρεών από τις φιλικές χώρες όπως η Βρετανία και η Γαλλία – κάτι το οποίο συνέβαλε μάλιστα κατά την γνώμη του στην επιβολή σκληρών οικονομικών όρων στον ηττημένο του πολέμου, την Γερμανία.
Αλλά η σύγκριση αυτή πάσχει. Η Μεγάλη Βρετανία είχε αποδυναμωθεί πάρα πολύ από δύο παγκόσμιους πολέμους όταν η αυτοκρατορία αποσυντέθηκε από τα εξ΄ ών είχε συντεθεί. Εκτός τούτου, ήταν μια σχετικά μικρή χώρα με τεράστιες αποικίες: μια εύθραυστη κατασκευή, όπως αποδεικνύουν ακόμη πιο έντονα άλλα παραδείγματα, λ.χ. της Πορτογαλίας.
Η Αμερική, αντιθέτως, είναι μια μεγάλη χώρα, και η δύναμη της ποτέ δεν βασίστηκε σε αποικίες, δηλαδή να πρέπει να διατηρεί παγκοσμίως κυβερνητικές και διοικητικές δομές. Επιπλέον, η Μ. Βρετανία έχει γίνει δευτερεύουσα στην κεφαλαιαγορά, διότι υπήρχε ένας ολοένα ισχυρότερος ανταγωνιστής, οι ΗΠΑ.
Και εδώ γίνεται το πράγμα ενδιαφέρον. Υπάρχει κάποια κεφαλαιαγορά που θα μπορούσε να συναγωνιστεί την αμερικανική; Η απάντηση είναι όχι, και αυτό δεν θα αλλάξει στο ορατό μέλλον.
Η Κίνα είναι φιλόδοξη και έχει δημιουργήσει μεγαλύτερη οικονομική δυναμική από ό,τι φανταζόταν κανείς πριν από μερικά ακόμα χρόνια. Η χώρα αναδύεται επί του παρόντος διεθνώς ως αντίπαλος των ΗΠΑ, οι οποίες υπό τον Τραμπ εμφανίζουν μεγαλύτερη τάση απομόνωσης.
Μόνο που αυτά τα πολιτικά παιχνίδια, δεν αγγίζουν τις αγορές κεφαλαίων. Γι αυτές μετρά, για παράδειγμα, το ότι οι επενδυτές θέλουν να βλέπουν ισχυρά κατοχυρωμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτό υφίσταται στις ΗΠΑ, ο οποίες τα κληρονόμησαν από τους Βρετανούς. Στην Κίνα αντιθέτως, η ιδέα της ανεξάρτητης από την κυβέρνηση νομοθετικής εξουσίας δεν έχει καμία παράδοση, όπως γράφει ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Αυτό δεν εμποδίζει την οικοδόμηση εσωτερικής οικονομικής ισχύος, αλλά θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σαφές όριο στην εισροή ξένου κεφαλαίου.
Κανένας ανταγωνιστής εν όψει
Και η Ευρώπη; Το ευρώ έχει μικρότερη σημασία από το δολάριο και μόνο επειδή οι χώρες της ευρωζώνης δανείζονται λιγότερο με αποτέλεσμα να εκδίδουν και αναλόγως λιγότερα ομόλογα: Υπάρχουν 8,1 τρις ευρώ στην αγορά, σε σύγκριση με τα 14,6 τρις ευρώ των ΗΠΑ.
Επιπλέον, η αγορά είναι κατακερματισμένη από την κρίση του ευρώ, τα κρατικά ομόλογα δεν είναι ακριβώς κρατικά ομόλογα. Όποτε υπάρχουν μεγάλες ανησυχίες για την κατάρρευση της νομισματικής ένωσης, ούτε το ευρώ είναι ακριβώς ευρώ. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο κάθε επενδυτής μπορεί βάσιμα να υποθέτει, ότι η Κεντρική Τράπεζα θα έσωζε την κυβέρνηση από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας.
Επομένως, στην χειρότερη περίπτωση, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα απειλούνται από πτώση των τιμών ή πραγματικές ζημίες λόγω του πληθωρισμού, όχι όμως και από αδυναμία πληρωμής. Στην ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά, μπορεί να υπάρξει κούρεμα του χρέους, όπως απέδειξε το παράδειγμα της Ελλάδας. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να δώσει καμία έμμεση εγγύηση για το δημόσιο χρέος, διότι διαφορετικά θα δημιουργούσε το κίνητρο να βασίζονται τελικά ορισμένες χώρες στην πιστοληπτική ικανότητα των άλλων και να δανείζονται αναλόγως».