Στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχουν πλέον στραμμένο το βλέμμα τους χιλιάδες δανειολήπτες με συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, καθώς την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου συζητήθηκε στους κόλπους της σχετική υπόθεση – έπειτα από αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, απερρίφθη, ως μη νόμιμη, αγωγή δανειολήπτριας.
Ο εισαγγελέας Ιωάννης Αγγελής πρότεινε να γίνει δεκτή η αναίρεση, πρόταση που σαφώς καλλιεργεί ελπίδες για δικαίωση μακροπρόθεσμα όλων των δανειοληπτών, οι οποίοι λόγω της ανατίμησης του νομίσματος, είδαν το αρχικό τους κεφάλαιο να αυξάνεται.
Ο εισαγγελέας επικαλέστηκε πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να παρέχουν επαρκή ενημέρωση, κατά τρόπον ώστε οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για δάνεια σε συνάλλαγμα, οπότε και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της διολίσθησης του εγχώριου έναντι του ξένου νομίσματος.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ, η τράπεζα οφείλει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα.
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αποτελούν ανοικτή πληγή, καθώς υπολογίζονται περί τα 13 δισ. ευρώ, εξυπηρετούμενα πλέον με πλείστες όσες ρυθμίσεις.
Τι ζητεί η ενάγουσα
Η ενάγουσα έλαβε το 2007 ποσό 150.000 ευρώ – περίπου 243.000 ελβετικών φράγκων και βρέθηκε να οφείλει περί τις 239.000 ευρώ.
Ζητεί μεταξύ άλλων να κριθεί άκυρος ως καταχρηστικός, ο όρος της δανειακής συμβάσεως σε ξένο νόμισμα με ρήτρα αποπληρωμής είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία αυτού προς το ξένο νόμισμα κατά τον χρόνο πληρωμής.
Αλλά και να αναγνωρισθεί, ως μόνη ισχύουσα ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλομένου στο ξένο νόμισμα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμιεύσεως του δανεισθέντος ποσού.