Στον Hermann Göring, νούμερο 2 του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία του Χίτλερ, αποδίδεται (εν μέρει τουλάχιστον) η διαβόητη ρήση:
«Εγώ και μόνο θα αποφασίσω ποιος είναι (και ποιος δεν είναι) Εβραίος!»
Είναι κατ’ ουσίαν μία διακήρυξη του υποτιθέμενου δικαιώματός του να κρίνει εκείνος και μόνο για το ποιοι είναι «άξιοι» αφανισμού, και να προχωρεί στην δολοφονική εκτέλεσή τους χωρίς τον παραμικρό φόβο λογοδοσίας απέναντι στους νόμους. Εξ άλλου, στη ναζιστική Γερμανία ο «νόμος» ήταν εκείνος ο ίδιος!
Αν και τα μεγέθη δεν είναι, ασφαλώς, συγκρίσιμα, θυμήθηκα την πιο πάνω ρήση διαβάζοντας πρόσφατα το πόρισμα της λεγόμενης «Επιτροπής Παρασκευόπουλου» για την αντιμετώπιση της βίας στα πανεπιστήμια. Ειδικότερα, για την περίπτωση κλοπών σε πανεπιστημιακούς χώρους το πόρισμα προτείνει μεταξύ άλλων το εξής:
«Ευαισθητοποίηση των φοιτητών και των εκπροσώπων τους ώστε να γίνει σαφές ότι, όταν το θύμα είναι συνάδελφος ή καθηγητής, δεν πλήττεται η άρχουσα τάξη…»
Η παραπάνω φράση, η οποία αναφέρεται σε ηθική διαπαιδαγώγηση νέων ανθρώπων σε θέματα εγκληματικότητας, γεννά δύο ερωτήματα που ζητούν άμεσες απαντήσεις:
- Πώς ακριβώς ορίζεται η «άρχουσα τάξη» στην οποία αναφέρεται ένα επίσημο πόρισμα (όχι κάποιο ανεύθυνο κείμενο πολιτικού ακτιβισμού, αναρτημένο στα social media); Άρα, με ποια κριτήρια μπορεί κάποιος να αποφασίσει (με λογική Göring) αν ένα υποψήφιο θύμα ληστείας ανήκει ή όχι στην «άρχουσα τάξη», έτσι ώστε να τύχει μίας λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητης αντιμετώπισης από τους δράστες; Επί πλέον, ποιος εγγυάται ότι οι υποψήφιοι δράστες δεν θα κατασκευάζουν κάθε φορά ad hoc κριτήρια που εξυπηρετούν την πράξη τους, βαφτίζοντας το θύμα «εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης»; (Παράδειγμα: Ο «συνάδελφος» μπορεί να είναι γιος καναλάρχη ή κόρη μεγαλοβιομήχανου. Όσο για τον καθηγητή, ακούστηκε πως είναι και σύμβουλος στις επιχειρήσεις ενός εκ των προαναφερόμενων μπαμπάδων…)
- Θα πρέπει, άραγε, να καταλήξουμε στο εφιαλτικό συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το μήνυμα των συντακτών του πορίσματος σε νέους ανθρώπους με υπό διαμόρφωση συνειδήσεις, οι κλοπές και οι ληστείες (εντός ή εκτός πανεπιστημίων) χάνουν μέρος της ηθικής και νομικής τους βαρύτητας, και άρα δικαιούνται να αντιμετωπίζονται με έναν βαθμό «κατανόησης», όταν με αυτές «πλήττεται η άρχουσα τάξη» – με όποιον τρόπο και αν ορίσουμε την έννοια αυτή; Με απλά λόγια, διδάσκουμε στους μαθητές μας ότι είναι κατά βάση αποδεκτός ένας αλά καρτ σεβασμός στους νόμους, ανάλογα με το αν πλήττονται «αρεστοί» ή «μη αρεστοί» του συστήματος;
Βέβαια, το πόρισμα στο σύνολό του αντανακλά διαχρονικές ιδεοληψίες μίας μερίδας του πολιτικού συστήματος, στην οποία το υπέρμετρα δαιμονοποιημένο δίπτυχο «νόμος και τάξη» εξακολουθεί να ενεργοποιεί – αταβιστικά πλέον – ένα βαθιά ριζωμένο σύνδρομο καταδίωξης. Το επικίνδυνο είναι όταν η μερίδα αυτή κυβερνά. Τότε, το «ανομία και χάος» μπορεί ακόμα και να γίνεται, στην πράξη, νόμος του κράτους…