Το θέμα της περικοπής ή μη των συντάξεων μονοπωλεί όχι μόνο τη δημόσια συζήτηση, αλλά αποτελεί παράλληλα και το μοναδικό θέμα που απασχολεί την κυβέρνηση. Όλες οι κινήσεις, όλη η προσοχή, όλο το ενδιαφέρον του κυβερνητικού επιτελείου περιστρέφονται γύρω από αυτό το θέμα.
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι το θέμα αφορά εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας, που αγωνιούν για την τύχη των συντάξεων τους. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε παράλληλα ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμα μια κανονική χώρα. Θα συνεχίσει να πορεύεται μέσα σε ένα προκαθορισμένο, σε μεγάλο βαθμό, δημοσιονομικό τοπίο με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και στόχους.
Ακόμα και τα περιβόητα υπερπλεονάσματα, που εγκλωβίζουν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, δεν μπορούν να διανεμηθούν χωρίς την έγκριση των δανειστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οποιαδήποτε απόφαση της κυβέρνησης, περνά από τον έλεγχο των δανειστών μας. Για αυτό και το γαϊτανάκι των δηλώσεων και παζαριών με τις συντάξεις θα κρατήσει για αρκετό διάστημα ακόμα, για να λυθεί – αν λυθεί- στο τέλος με μια ουσιαστικά πολιτική απόφαση των εταίρων μας.
Πέρα από την ανάγκη στήριξης των παλιών συνταξιούχων, γιατί για τους νέους που βγαίνουν μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, οι περικοπές εφαρμόζονται κανονικά, υπάρχει το μείζον θέμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ανάπτυξη χωρίς και δημόσιους πόρους δεν υπάρχει. Με το βλέμμα όμως στις εκλογές, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση προτιμά να μη δυσαρεστήσει ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, παρά να ασχοληθεί με την ουσία του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας.
Το ασφαλιστικό, παρά τις δραματικές περικοπές που έχουν γίνει εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα που συνεχώς θα βρίσκεται μπροστά μας. Η λύση δεν είναι προφανώς δεν θα έρθει με την …αποδημία των συνταξιούχων, όπως υπεννόησε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, αλλά με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ,με τη μείωση της ανεργίας.
Νέες θέσεις εργασίας έρχονται όμως μόνο μέσα από μια ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση, από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Όσο αυτή η συζήτηση απουσιάζει ουσιαστικά από τη δημόσια ατζέντα, πλην εξαιρέσεων, όσο αναλωνόμαστε πώς θα μοιράσουμε το πλεόνασμα της μιζέριας μας, τόσο θα βλέπουμε το μέλλον πιο σκοτεινό και αβέβαιο και θα αναρωτιόμαστε, γιατί η νέα γενιά φεύγει για να αναζητήσει αλλού την τύχη της…