Από τους θησαυρούς των βιβλιοθηκών σκέφτομαι συχνά τις τελευταίες μέρες μια περίπτωση διαφορετική από τις άλλες, μια απρόσμενη ανακάλυψη σε μια πρόσφατη επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη Μπόντλιαν, την ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η μακραίωνη ιστορία της μας οδηγεί ως το 1320, όταν συστήνεται η βιβλιοθήκη σε ένα μικρό δωμάτιο στο παρεκκλήσιο της Παρθένου Μαρίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με τις πρώτες συλλογές χειρόγραφων βιβλίων δεμένων στα ράφια με σιδερένιες αλυσίδες.
Το 1444 αποφασίζεται να χτιστεί ένα κτίριο ειδικά για τη βιβλιοθήκη για να στεγάσει τις συλλογές χειρογράφων που της δωρίζει ο Χάμφρεϊ, ο δούκας του Γκλάουσεστερ, ο νεότερος αδελφός του βασιλιά Ερρίκου Ε΄. Μεσολαβούν μερικοί αιώνες με τα εγκαίνια ενός ιστορικού σήμερα κτιρίου, την ανάπτυξη συλλογών, το κάψιμο των συλλογών και το κλείσιμο της βιβλιοθήκης στην περίοδο της Μεταρρύθμισης και φτάνουμε στα χρόνια του Τζον Μπόντλι, λογίου, περιηγητή και διπλωμάτη επί Ελισάβετ Α΄. Ο Μπόντλι αναζητούσε ένα νέο σκοπό στη ζωή του μετά την απόσυρση από τα διπλωματικά του καθήκοντα, είχε όραμα και είχε επίσης (πράγμα καθοριστικό) μια πλούσια σύζυγο. Αξιοποίησε την περιουσία της για να ανακατασκευάσει το κτίριο της βιβλιοθήκης και να αγοράσει τα πρώτα 2.500 βιβλία των νέων συλλογών της. Φυσικά, η βιβλιοθήκη πήρε το όνομά του, σίγουρα όχι άδικα. Στην εποχή του διορίστηκε ο πρώτος βιβλιοθηκάριος, εκπονήθηκε ο πρώτος κατάλογος των βιβλίων της βιβλιοθήκης, ζητήθηκε για πρώτη φορά από τους εκδότες να στέλνουν στη βιβλιοθήκη από ένα αντίτυπο των εκδόσεών τους, αυτό που έχει παγιωθεί σε όλες τις χώρες σήμερα με τον όρο «κατά νόμον προσφορά». Όλα αυτά ο Τζον Μπόντλι τα οραματίστηκε και τα καθιέρωσε, με δυο λόγια η Μπόντλιαν είναι μια καινοτόμα για την εποχή της και αρχετυπική βιβλιοθήκη.
Πίσω στην ιστορία μας. Επισκέπτρια εκεί, βγάζω κάρτα αναγνώστριας και αρχίζω να χρησιμοποιώ τα αναγνωστήρια της βιβλιοθήκης. Κάνοντας διάλειμμα ένα απόγευμα, βγαίνω από το κτίριο Γουέστον, το λεγόμενο «νέο κτίριο» της βιβλιοθήκης, ένα μεσοπολεμικό κτίριο όπου στεγάζονται πλέον και οι διοικητικές υπηρεσίες της βιβλιοθήκης, και σουλατσάρω στα γειτονικά σοκάκια. Επιστρέφοντας βρίσκω τη βιβλιοθήκη κλειστή, παρότι το ωράριο λειτουργίας της δεν είχε λήξει. Τσάντα, πορτοφόλι, σημειώσεις, όλα ήταν κλειδωμένα μέσα (και δεν είχα ανακαλύψει ακόμη την πλαϊνή είσοδο που έμενε ανοιχτή για τους αναγνώστες ως τη λήξη του ωραρίου των αναγνωστηρίων). Εκλιπαρώντας εκείνο το απόγευμα κάποιους διοικητικούς υπαλλήλους που έβγαιναν από την κεντρική είσοδο κατάφερα να φτάσω την είσοδο που οδηγούσε στα αναγνωστήρια. Για να περάσω από τον φύλακα, δείχνω την κάρτα αναγνώστριας και την ελληνική μου ταυτότητα. «Λα-μπρι-νή», διαβάζει, ρίχνοντας μια ματιά, τονίζοντας το όνομα σωστά και προφέροντας το δίψηφο μπ με ελληνική προφορά. Με ξαφνιάζει, και του το λέω. «Έκανα ελληνικά στο σχολείο», απαντάει, «αλλά πάνε είκοσι χρόνια». «Τα θυμάστε καλά», σχολιάζω κι εκείνος συνεχίζει, στα ελληνικά: «Το εύχομαι». Σωστή η σύνταξη, πάλι σωστή η προφορά.
Δεν έμαθα ποτέ το όνομα του φύλακα, ας τον πούμε Τζον για τη διευκόλυνση της συζήτησής μας. Δεν έμαθα ποτέ αν ξέρουν ελληνικά όλοι οι υπάλληλοι της Μπόντλιαν, αν είναι κάποιου είδους απαραίτητο προσόν για την πρόσληψή τους, μια παράξενη απαίτηση της ακαδημαϊκής βιβλιοθήκης με τη μακραίωνη ουμανιστική παράδοση. Δεν έμαθα ποτέ αν ήταν σχολείο εξειδικευμένο στα κλασικά γράμματα εκείνο στο οποίο φοίτησε ο Τζον ή αν ήταν κάποιο γενικό γυμνάσιο. Δεν έμαθα ποτέ αν ήταν επιλογή του να μάθει ελληνικά ή αν του επιβλήθηκε από το σχολικό πρόγραμμα. Όπως και να ’χει, ήταν έκπληξη η ελληνογλωσσία του και με εντυπωσίασε η φανερή περηφάνια του γι’ αυτήν.
Τον θυμάμαι συχνά τον Τζον τις τελευταίες μέρες, με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση για την υποβάθμιση των λατινικών στο λύκειο. Αναρωτιέμαι αν ο Τζον και όλοι οι Τζον του δυτικού κόσμου και των δυτικών πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών θα είχαν γνώση της ελληνικής γλώσσας, παιδείας και κουλτούρας αν δεν είχε υπάρξει η μεσολάβηση των λατινικών, της γλώσσας του δυτικού κόσμου για αιώνες, αν το σετάκι αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία δεν αποτελούσε το αξεδιάλυτο σύμπλεγμα της κλασικής παιδείας, της ρωμαϊκής που φέρει μέσα της και μετα-φέρει την ελληνική.
Όταν στέκεται στην εσωτερική αυλή του τετραγώνου των ιστορικών κτιρίων της Μπόντλιαν ο επισκέπτης, βλέπει γύρω τις δίφυλλες ξύλινες πόρτες που οδηγούσαν στα παλιά αμφιθέατρα του πανεπιστημίου, με τα ονόματα των γνωστικών αντικειμένων που πρωτοδιδάχτηκαν εκεί χαραγμένα στο υπέρθυρο – στα λατινικά. Σε ένα από αυτά διαβάζουμε: Schola linguarum: Hebraicae et Graecae. Η διδασκαλία της ελληνικής διά των λατινικών. Και μια που μιλάμε για βιβλία και βιβλιοθήκες, καλή η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας των Πτολεμαίων (που καταστράφηκε) αλλά το ελληνικό βιβλίο οφείλει τη διάδοσή του στις δημόσιες βιβλιοθήκες που πρώτοι οι Ρωμαίοι ιδρύουν στον δυτικό κόσμο. Αυτά, για να κυκλώσουμε το ζήτημα.