Ο Coleman (1987) υποστήριξε ότι κάποιες ομάδες συμφερόντων στον Καναδά είχαν πολύ περισσότερη δύναμη από ό,τι θα έπρεπε και επηρέαζαν τις κυβερνητικές αποφάσεις για να προστατέψουν τα προνόμιά τους. Ο Pross (1986 & 1975), ο Thorburn (1985) και ο Stanbury (1986) υποστήριξαν ότι οι ομάδες συμφερόντων στον Καναδά δεν είναι υπόλογες για τις ενέργειές τους και επιπλέον δεν έχουν καμιά πολιτική ευθύνη για τις πράξεις τους.
Το 1995 ο Καναδάς αντιμετώπιζε μια πολύ σοβαρή δημοσιονομική κρίση που μοιάζει σε κάποιες αναλογίες με την ελληνική κρίση του 2009. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 78% (129,7% στην Ελλάδα) του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα κυμαινόταν στο 6% (15,6% στην Ελλάδα) και οι κρατικές δαπάνες είχαν φτάσει στο 53% (54% στην Ελλάδα) του ΑΕΠ. Επιπλέον, το 30% των εσόδων πήγαιναν στην εξυπηρέτηση του χρέους και τα επιτόκια κάλπαζαν. Τα κρατικά ομόλογα του Καναδά είχαν χάσει μεγάλη αξία. Κατά κάποιον τρόπο η ιστορία του Καναδά θύμιζε αυτήν της Ελλάδας.
Η οικονομία του Καναδά άρχισε να εκτροχιάζεται για μια δεκαετία. Οι ομάδες συμφερόντων ενδιαφέρονταν μόνο για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και αντιστέκονταν σε κάθε αλλαγή για μείωση του κρατικού δανεισμού. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διπλασιάστηκε μεταξύ του 1980 και του 1990 (στην Ελλάδα υπερ-τριπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2009 από 4,5% στο 15,6%), ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε 2,5 φορές και έφτασε το 1994 το 78% από 29% που ήταν το 1980 (αυξήθηκε 5 φορές στην Ελλάδα από 22,5% το 1980, έφθασε στο 129,7% το 2009 και περίπου στο 180% το 2018).
Στρατηγική αντιμετώπιση
Τη δεκαετία του 1990 υπήρξε μια αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης δημοσίου χρέους του Καναδά και επαναφορά στην ανάπτυξη. Δυστυχώς στην Ελλάδα έπειτα από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και ύφεσης, οι ομάδες συμφερόντων εξακολουθούν να αποτρέπουν κάθε αλλαγή που θα οδηγήσει τη χώρα σε σταθερή ανάπτυξη.
Η καναδική κυβέρνηση αγνόησε τις ομάδες συμφερόντων που αντιστέκονταν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και δεν ενέδωσε σε λαϊκές επιταγές. Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές συνήθως οι ηγεσίες κερδίζουν τις εκλογές διότι υπόσχονται συνέχεια της ευημερίας με δανεικά και προστατεύουν τα άδικα προνόμια των ομάδων συμφερόντων.
Οπότε συνέβαινε αυτό στο παρελθόν σε κάποιες χώρες, είτε αφανίστηκαν για πάντα είτε παρέμειναν στην αφάνεια για αιώνες. Ο πρωθυπουργός του Καναδά Ζαν Κρετιέν, γόνος εργατικών, και ο χαρισματικός υπουργός Οικονομικών Πολ Μάρτιν – και οι δύο ανήκαν στο (σοσιαλδημοκρατικό) φιλελεύθερο κόμμα – με την άνοδο του κόμματός τους στην εξουσία αμέσως κατάλαβαν ότι ο χρόνος για τα πολλά λόγια είχε περάσει και ότι ήταν αναγκαία άμεση και ριζική δράση. Ετσι, ο Καναδάς οδηγήθηκε στην περίφημη μεταρρύθμιση του 1995 που αποτελεί σταθμό στην πρόσφατη ιστορία του Καναδά.
Βασικά χαρακτηριστικά και αποτελέσματα
Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης ήταν ότι επικεντρώθηκε άμεσα στην περιστολή των κρατικών δαπανών και στη μείωση του κράτους, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν ελάχιστα οι φόροι, και μόνο στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Στην ουσία επικράτησε ο κανόνας: κάθε ένα δολάριο αύξησης των φόρων θα έπρεπε να συνοδεύεται από επτά δολάρια μείωσης των δαπανών. Δυστυχώς στην Ελλάδα, όπως πρόσφατα ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ, είχαμε τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης φόρων και το μεγαλύτερο ποσοστό φόρων επί του ΑΕΠ (περίπου 50%).
Η κυβέρνηση του Καναδά ακολούθησε μια συνειδητή αντι-κεϊνσιανή πολιτική που συνοψιζόταν στο σύνθημα «μικρότερο αλλά ευφυέστερο κράτος». Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 12% τα επόμενα 2 έτη. Αμεσα υπήρξε μαζική κατάργηση των διαφόρων προγραμμάτων. Μόνο στο υπουργείο Βιομηχανίας τα προγράμματα μειώθηκαν από 64 σε 11. Οι δαπάνες των υπουργείων μειώθηκαν από 5% και άνω. Οι μεγαλύτερες περικοπές έγιναν στις μεταφορές, την εθνική άμυνα και στις δαπάνες Υγείας και Παιδείας.
Αντιθέτως δεν έγινε σχεδόν καμιά μείωση στις συντάξεις και στα προγράμματα ενίσχυσης των ιθαγενών (Ινδιάνων). Οι δημόσιοι υπάλληλοι μειώθηκαν κατά 60.000 σε ομοσπονδιακό επίπεδο που ισοδυναμούσε με 16,2% του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων. Ανάλογες μειώσεις έγιναν και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Στην Ελλάδα οι παραπάνω μειώσεις καθυστέρησαν να γίνουν, ήδη οι υπάλληλοι έχουν μειωθεί πολύ περισσότερο τα τελευταία 10 έτη και οι δαπάνες σε Αμυνα, Παιδεία και Υγεία έχουν μειωθεί τρομακτικά, χωρίς όμως να γίνει ένα ευφυέστερο κράτος, και να υπάρξει σταθερή και σημαντική ανάπτυξη. Και επιπλέον το δημόσιο χρέος, και με την πρόσφατη δόση, έχει αυξηθεί στα 360 δισ. Χωρίς τη διαγραφή του χρέους κατά 135 δισ. το 2012 (το PSI), σήμερα θα ξεπερνούσε τα 500 δισ. Ακόμα και σήμερα η σπατάλη μέσω της παροχολογίας κυριαρχεί παντού.
Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα μετά από τρία έτη το έλλειμμα να εξαφανισθεί και για τα επόμενα 11 έτη ο Καναδάς δημιουργούσε πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα μείωσε το χρέος κατά 50%. Ολα αυτά έγιναν χωρίς να αυξηθούν σημαντικά οι φόροι. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα μάλιστα επέτρεψαν στην κυβέρνηση να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές: O φόρος εισοδήματος μειώθηκε στο 29%, ο ομοσπονδιακός ΦΠΑ σε 5%, ο φόρος επί των κεφαλαίων σε 15% και ο φόρος των επιχειρήσεων σε 15%. Επιπλέον, η κυβέρνηση διεύρυνε τον αριθμό των μη φορολογούμενων αποταμιευτικών καταθέσεων στη χώρα.
Η εμπειρία του Καναδά απέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι είναι αβάσιμες οι κεϊνσιανές αντιδράσεις ότι τα προγράμματα λιτότητας θα γίνουν αιτία να καταρρεύσει η «ζήτηση» και να δημιουργηθεί «έκρηξη της ανεργίας». Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στον Καναδά. Η ανεργία όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα άρχισε να μειώνεται σημαντικά μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων. Σε πολύ σύντομο διάστημα ο μέσος όρος ανεργίας του Καναδά ήταν ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του G-7! Ο Καναδάς σε ένα ταχύτατο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκε σε μία από τις πιο δυναμικές οικονομίες με μέσο όρο ανάπτυξης από το 1995 μέχρι σήμερα 3% του ΑΕΠ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Κρετιέν δήλωσε: «Αν δεν παίρναμε δραστικά μέτρα, ο Καναδάς θα γινόταν η σημερινή Ελλάδα».
Επίσης ο οικονομολόγος Brian Lee Crowley, που είναι διευθυντής του καναδικού think tank MacDonald – Laurier Institute έγραψε για την επιτυχή μεταρρύθμιση του Καναδά: «Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος ήταν ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα – τόσο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ήταν στην εξουσία όσο και το συντηρητικό κόμμα της αντιπολίτευσης – ήταν ενωμένα γύρω από τον κοινό στόχο της μείωσης του κράτους και της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Η τάξη των πολιτικών έπαψε να βλέπει την οικονομική κρίση ως ένα θέμα που προσφερόταν για κομματική εκμετάλλευση και την είδε ως ένα ζωτικό θέμα εθνικού συμφέροντος».
Η συναίνεση, εκτός από το επίπεδο των πολιτικών, λειτούργησε, και στο επίπεδο της κοινωνίας «υπήρξε μια σαφής διαβεβαίωση από τους πολιτικούς ότι από τη στιγμή που το καράβι θα απέφευγε την καταστροφή και η οικονομία θα εισερχόταν στον χώρο της ανάπτυξης, θα υπήρχαν άμεσα οφέλη για τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση τήρησε την υπόσχεση και μόλις βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση προχώρησε σε ριζική περιστολή των φόρων».
Ο λόγος που δεν προκάλεσε η περιστολή των κρατικών δαπανών ανεργία ήταν: «διότι απλούστατα οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου έπαψαν να εκτοπίζουν τα διαθέσιμα κεφάλαια και να ωθούν στα ύψη τα επιτόκια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα».
Αντιθέτως στην Ελλάδα μειώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις και οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι λιγότερες από τις ετήσιες αποσβέσεις. Επίσης δεν έγιναν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη λήψη πόρων από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρώπης, το οποίο θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και θα αναπλήρωνε την απώλεια στη συνολική κυκλοφορία χρήματος στην αγορά.
Βασική διαφορά
Μία από τις βασικότερες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών είναι ότι ο Καναδάς έχει δικό του νόμισμα και μπορούσε να ασκήσει αυτόνομη νομισματική πολιτική. Ετσι, σε όλη εκείνη την περίοδο το καναδικό δολάριο υποτιμήθηκε 15% (1995-2002). Ομως, η υποτίμηση αυτή δεν είχε αξιόλογη σημασία στην ανάκαμψη. Ο Brian Lee Crowley δήλωσε: «Δεν νομίζω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο, παρ’ όλο που ασφαλώς βοήθησε. Οι κεντρικές πολιτικές ήταν: οι μεταρρυθμίσεις, η μείωση των δαπανών και η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση στην αποδοχή της αρχής ότι το κράτος θα έπρεπε να μάθει να ζει με αυτά που βγάζει». Επίσης, εάν η Ελλάδα είχε επιτύχει τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα μπορούσε να είχε επιτύχει το όφελος από μια νομισματική υποτίμηση ή «εκτύπωση χρήματος».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι σημαντικές και όχι η υποτίμηση του νομίσματος. Μεταξύ του 1980 και του 2000 με δραχμή το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 22,5% σε 104,4%. Επομένως, μεταρρυθμίσεις που θα αποτρέπουν τις ομάδες συμφερόντων να λεηλατούν το δημόσιο χρήμα σε συνεργασία με «πελατειακές κυβερνήσεις» και να δημιουργούν χρέος είναι άμεσης προτεραιότητας για την Ελλάδα. Επίσης το παράδειγμα του Καναδά δείχνει ότι με τη συναίνεση των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων, η δύναμη των ομάδων συμφερόντων να αντιστέκονται στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μπορεί να καμφθεί.
Ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και ο κ. Γιώργος Σ. Ατσαλάκης επίκουρος καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης.