Oταν το 1895 ο κινηματογράφος γεννιόταν, η Πολωνία ως χώρα επισήμως δεν υπήρχε. Από το 1795 ο τόπος ήταν μια τράπουλα που ανακατευόταν διαρκώς στα χέρια διαφορετικών κρουπιέρηδων· την Αυστρία, την Πρωσία και τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα; Η καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή των Πολωνών εγκαταστάθηκε στο… Παρίσι. Παρ’ όλα αυτά, μια ισχυρή αίσθηση εθνικής ταυτότητας μπόρεσε να επιβιώσει, και στα τέλη της δεκαετίας του 1890 αρκετοί Πολωνοί αποπειράθηκαν να φτιάξουν «κινηματογραφικές εικόνες», αν και την επιτυχία γεύτηκε μόνον ένας, ο Καζιμιέρζ Προσίνσκι. Από το 1898 κιόλας, μια ισχυρή κριτική παράδοση θεσμοθετήθηκε στην Πολωνία και ο κινηματογράφος αναγνωρίστηκε ως τέχνη από ανθρώπους όπως ο Μπότελσαβ Ματουσέφσκι ή ο διάσημος φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας Κάρολ Ιρζικόφσκι. Το 1928 η Πολωνία έχει την πρώτη διεθνή επιτυχία της, το «Huragan» (Τυφώνας) του Γιόζεφ Λέιτες, και το 1929 παρουσιάζεται η πρώτης ομιλούσα πολωνική ταινία «Kult ciata» (Η λατρεία της σάρκας) με ερωτικό περιεχόμενο. Το 1930 ιδρύθηκε η START, ένας οργανισμός υπεράσπισης του εναλλακτικού πολωνικού σινεμά με θέματα κοινωνικού ρεαλισμού σε υψηλά τεχνικά στάνταρντ. Ανάμεσα στους ιδρυτές της ήταν ο Αλεξάντερ Φορντ, ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της Ιστορίας του πολωνικού κινηματογράφου. Αν και με τη μεσολάβηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο οργανισμός σταμάτησε, οι ιδέες και το προσωπικό του υπήρξαν οι βάσεις του μεταπολεμικού πολωνικού κινηματογράφου. Το 1956, με τη χαλάρωση που είχε προκαλέσει η αποσταλινοποίηση στις χώρες του Κομμουνιστικού Καθεστώτος, μια νέα, ανήσυχη κινηματογραφική τάση απομυθοποίησε την παραδοσιακή ιδέα του ηρωισμού αποδομώντας τον πατριωτισμό που σχεδόν μονοπωλούσε το σινεμά του παρελθόντος. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και τη χρονολογική έναρξη του αφιερώματος των Νυχτών Πρεμιέρας που εφέτος τιμά τον πολωνικό κινηματογράφο με εννέα ταινίες από το παρελθόν σε αποκαταστημένες κόπιες αλλά και τον πρόσφατο «Ψυχρό πόλεμο» του Πάβελ Παβλικόφσκι που θριάμβευσε εφέτος στις Κάννες κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας.
Εμφύλιος και θρίλερ
Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αντρέι Αντερζέφσκι, η ταινία «Στάχτες και διαμάντια» (1957), τρίτη δημιουργία του Αντρέι Βάιντα, τοποθετείται στην πρώτη ημέρα ανεξαρτησίας της Πολωνίας μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εστιάζει στην αιματηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στην εθνικιστική αντίσταση και το Κομμουνιστικό Κόμμα που σημάδεψε την εποχή. Αφορμή εδώ η αποστολή δολοφονίας του νεοεκλεγέντος εκπροσώπου του ΚΚ από δύο μέλη των αντιστασιακών, αν και το θέμα του Βάιντα είναι, όπως πάντα, ο άνθρωπος. Βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία έχει εμπνεύσει πολλούς κατοπινούς σκηνοθέτες, όπως οι Αμερικανοί Φράνσις Φορντ Κόπολα και Μάρτιν Σκορσέζε.
Χωρισμένη σε δύο ενότητες, η «Ερόικα» (1958) του Αντρέι Μουνκ αποκτά την εικόνα ενός διαχρονικού σχολίου πάνω σε έννοιες όπως ο ηρωισμός και ο πατριωτισμός. Η μία ιστορία αφορά έναν οπορτουνιστή μαυραγορίτη που εμπλέκεται απρόθυμα σε στρατιωτική επιχείρηση της πολωνικής αντίστασης και η δεύτερη τοποθετείται σε γερμανικό στρατόπεδο πολωνών αιχμαλώτων πολέμου, στο οποίο κυκλοφορεί έντονα η φήμη ότι ένας από τους στρατιώτες κατάφερε να αποδράσει.
Σε διαφορετικό ύφος ο Γέρζι Καβαλέροβιτς συνδέει το «χιτσκοκικό» θρίλερ με το ερωτικό δράμα σε μια ταινία που στην εποχή της θεωρήθηκε τεχνολογικό επίτευγμα: στο «Νυχτερινό τρένο» (1964) παρακολουθούμε την ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας που υποχρεώνονται, παρά τη θέλησή τους, να ταξιδέψουν στο ίδιο βαγόνι του κατάμεστου τρένου που ταξιδεύει προς ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Βαλτικής. Ενας δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσά τους…
Το «Μαχαίρι» του Πολάνσκι
Λίγο πριν από το «Νυχτερινό τρένο», με το «Μαχαίρι στο νερό» (1962) η Πολωνία είχε κερδίσει την πρώτη υποψηφιότητά της στα Οσκαρ στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ενα θαυμάσιο ντεμπούτο στη σκηνοθεσία ταινίας μεγάλου μήκους, η ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου πάνω σε ένα σκάφος όπου λαμβάνει χώρα ένα παράξενο, διαστροφικό ερωτικό «παιχνίδι» ανάμεσα σε τρία πρόσωπα (δύο άντρες – μία γυναίκα). Ενα παιχνίδι πάθους με διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, το οποίο δικαίως σηματοδότησε ένα λαμπρό μέλλον για τον μαθητή της Σχολής Λοτζ.
Ενας από τους σεναριογράφους της ταινίας «Μαχαίρι στο νερό» είναι ο Γέρζι Σκολιμόφσκι, υπεύθυνος για τους αξιομνημόνευτους διαλόγους της ταινίας. Σκηνοθέτης ο ίδιος μικρού μήκους ταινιών ως τότε, ο Σκολιμόφσκι τρία χρόνια αργότερα θα γυρίσει την «Εγκατάλειψη», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το μελαγχολικό πορτρέτο ενός ερασιτέχνη νεαρού μποξέρ, πάνω στον οποίο αντανακλάται η νέα γενιά της χώρας ενώ αναζητεί τον δρόμο της μετά τον Πόλεμο.
Το 1965 ο Ταντέους Κονβίκι υπογράφει το «Σάλτο», μια έξυπνη αλληγορία πάνω στα ανοιχτά τραύματα της μεταπολεμικής Πολωνίας. Με κεντρικό πρόσωπο έναν νεαρό άντρα (Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι – γνωστός ως ο «Πολωνός Τζέιμς Ντιν») που διαταράσσει τις ισορροπίες της κοινότητας στην οποία έχει βρεθεί.
Υποσυνείδητο και φαντασία
Το φεστιβάλ παρουσιάζει επίσης το «Σανατόριο της κλεψύδρας» (1970) του Βόιτσεκ Χας, ταινία λιγότερο γνωστή σε σχέση με το «Χειρόγραφο της Σαραγόσα» του ιδίου, ένα ατίθασο ταξίδι του στον κόσμο των ονείρων και του υποσυνείδητου που σηματοδότησε μια νέα, πιο ψυχεδελική φάση του πάντα απρόβλεπτου πολωνικού σινεμά. Δέκα χρόνια αργότερα, επηρεασμένος από τη Φυσική και τη Φιλοσοφία, ο Κριστόφ Ζανούσι θα γυρίσει τον «Σταθερό παράγοντα» (1980), έναν φιλμικό στοχασμό πάνω στην οδύνη του συμβιβασμού μέσα από την ιστορία ενός 22χρονου που δεν μπορεί να δεχτεί το διεφθαρμένο καθεστώς που τον πνίγει. Και η τελευταία ταινία του αφιερώματος είναι μία από τις λιγότερο γνωστές του Κριστόφ Κισλόφσκι. Πολύ πριν από τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» και την «Τριλογία των χρωμάτων», ο Κισλόφσκι σκηνοθέτησε το «Δίχως τέλος» (1985) όπου ένας νεκρός δικηγόρος επισκέπτεται ως πνεύμα τη σύζυγό του, παρακολουθώντας την προσπάθειά της να διαχειριστεί την απώλεια, ενώ βοηθά τον τελευταίο του πελάτη σε μια σημαντική υπόθεση. Ενα σύγχρονο παραμύθι που ταυτοχρόνως σχολίαζε την πολιτική κατάσταση της Πολωνίας που ζούσε κάτω από τον στρατιωτικό νόμο και την απαγόρευση της οργάνωσης «Αλληλεγγύη».