Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμφωνούν σε πολλά. Για την ακρίβεια συγκρούονται σε όλα τα βασικά ζητήματα πολιτικής.
Όμως, υπάρχει ένα θέμα στο οποίο συγκλίνουν: στη διεκδίκηση του χώρου του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε με σαφήνεια ότι δεν υπάρχουν ακροδεξιοί στην ΝΔ και ότι θα συμπεριλάβει και ανθρώπους από το Κέντρο στα ψηφοδέλτια, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας, για άλλη μια φορά έκανε ένα μεγάλο άνοιγμα σε αυτόν τον χώρο, όπως άλλωστε κάνει συστηματικά από το 2012.
Και οι δύο δείχνουν να αισθάνονται να μην έχουν απειλές από άλλες κατευθύνσεις. Η Νέα Δημοκρατία εκτιμά ότι δεν απειλείται πλέον από τα δεξιά της αφού δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί κάποιος αξιόπιστος σχηματισμός «σκληρής δεξιάς», ούτε καν με την αφορμή του Μακεδονικού, που θα μπορούσε να ανέκοπτε την ανοδική της πορεία και θεωρεί ότι δεν μοιράζεται εκλογικό ακροατήριο με τη Χρυσή Αυγή.
Ο δε ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι πλην της σταθερής παρουσίας του ΚΚΕ στα αριστερά του δεν έχει κάποια αξιόλογη απειλή, καθώς κυριαρχεί η διάσπαση, η ασυνεννοησία και σε ορισμένες περιπτώσεις οι προσωπικές φιλοδοξίες.
Άρα μένει ο χώρος του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς για να κριθεί τελικά ο πολιτικός συσχετισμός ανάμεσα στα δύο κόμματα.
Οι διαφορετικές διαδρομές του Κέντρου
Βέβαια, αυτό που πρέπει να ορίσουμε είναι τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για το Κέντρο σήμερα.
Ιστορικά το Κέντρο ταυτίστηκε με την προοδευτική πλευρά του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, σε αντιδιαστολή και με τη δεξιά εθνικοφροσύνη και την κομμουνιστικής αναφοράς αριστερά, συσπειρώνοντας την κληρονομιά των προπολεμικών Φιλελευθέρων και μέρος της κοινωνικής συμμαχίας γύρω από το ΕΑΜ. Εξ ου και η αναφορά σε «δημοκρατική παράταξη».
Στη μεταπολίτευση ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάφερε να μετασχηματίσει την πολιτική αναφορά του χώρου στην κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας, ριζοσπαστικής αρχικά, περισσότερο μετριοπαθούς στη συνέχεια. Την ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την «αμφίπλευρη διεύρυνση» του 1978 διεκδίκησε και αυτός να εντάξει στην ΝΔ και ένα μέρος του Κέντρου, ώστε να μην είναι απλώς συνέχεια της προδικτατορικής ΕΡΕ. Τμήμα αυτής της διεύρυνσης προς το Κέντρο και η ένταξη στη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Σταδιακά, ήδη από τη δεκαετία του 1990, την υποχώρηση των προηγούμενων πολώσεων και τη συναίνεση γύρω από την ευρωπαϊκή προοπτική και τον εκσυγχρονισμό, η έννοια του Κέντρου άρχισε περισσότερο να εκφράζει αυτή την πολιτική συναίνεση παρά με την προοδευτικότητα προοδευτικότητα. Ο Κώστας Σημίτης μάλιστα με την πολεμική του στο λαϊκισμό και την αντιπρόταση του εκσυγχρονισμού, ουσιαστικά συγκρούστηκε και με μέρος της κληρονομιάς του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο, οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις αυτού του χώρου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αυτές που είχε διαμορφώσει το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ένα ευρύ φάσμα λαϊκών στρωμάτων.
Η τομή των μνημονίων
Η μεγάλη τομή στο χώρο του Κέντρου έγινε στην περίοδο των μνημονίων. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μνημόνια εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά από μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και κυρίως έπληξαν τα στρώματα που το ΠΑΣΟΚ εκπροσώπησε και κέρδισε τις εκλογές του 2009.
Τότε είχαμε την πιο μεγάλη ρευστοποίηση αυτού του πολιτικού χώρου. Η μεγάλη επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης αυτών των κοινωνικών κομματιών (εργατικών, εργαζομένων του Δημοσίου, μικρομεσαίων και αυτοαπασχολούμενων) ένιωσε όλη την επιθετικότητα των μνημονιακών πολιτικών. Τότε για πρώτη φορά διαλύθηκαν οι ιστορικοί δεσμοί για το ΠΑΣΟΚ.
Ένα κόμμα ιστορικό, που είχε κυβερνήσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τις τελευταίες δεκαετίες, με έναν εκτεταμένο αυτοδιοικητικό και συνδικαλιστικό μηχανισμό, βρέθηκε να καταβαραθρώνεται εκλογικά και να αποδιαρθρώνεται οργανωτικά και πολιτικά.
Ήταν εκείνες οι μετακινήσεις που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και το 2012 αλλά και το 2015.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε αυτό υιοθετώντας ρητορική ανάλογη και διεκδικώντας ουσιαστικά να είναι αυτός ο εκπρόσωπος της «προοδευτικής παράταξης». Ο Αλέξης Τσίπρας υιοθέτησε πλευρές της ρητορικής του Ανδρέα Παπανδρέου και στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ βρήκαν φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή σε επίπεδο διανοουμένων είχαμε μια αντίστροφη στάση. Το Κέντρο εδώ αντιμετωπίστηκε ως η παράταξη του ρεαλισμού, της αποδοχής του ευρωπαϊκού δρόμου, της φιλελεύθερης αντίληψης για την οικονομία της αγοράς, της άρνησης του «λαϊκισμού». Αυτό συνέπεσε και με την περίοδο της πόλωσης ανάμεσα σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις.
Ήταν κυρίως το Ποτάμι αυτό που θα προσπαθήσει να εκπροσωπήσει αυτή την εκδοχή του Κέντρου, που ουσιαστικά την απέκοπτε από κάθε αναφορά στην «προοδευτική παράταξη».
Στον ίδιο το χώρο της Κεντροδεξιάς, η έννοια του Κέντρου, άρχισε να σηματοδοτεί περισσότερο αυτό το «άνοιγμα» σε απόψεις περισσότερο φιλελεύθερες, λιγότερο «συντηρητικές» και «παραδοσιακές δεξιές», σε μια περίοδο όπου πρόεδρος και πρωθυπουργός ήταν ο Αντώνης Σαμαράς και σημαντικά στελέχη προέρχονταν ακόμη και από χώρους της ακροδεξιάς. Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήκει σε μια πολιτική οικογένεια που κατεξοχήν διεκδίκησε, ήδη από τη δεκαετία του 1970, να εκπροσωπεί το Κέντρο στην κεντροδεξιά.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2015 έδειξαν ότι ο μεγάλος κερδισμένος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί μπορούσε να απευθυνθεί στα πιο λαϊκά στρώματα που αναφέρονταν στο Κέντρο και την Κεντροαριστερά.
Την ίδια στιγμή τα στρώματα αυτά σήμερα είναι και αυτά που πλήρωσαν το κόστος του τρίτου μνημονίου αλλά και έχουν ανασφάλεια για την επόμενη μέρα. Σε αυτά απευθύνονται σήμερα τα κόμματα όταν αναφέρονται στη δυσπραγία της «μεσαίας τάξης» (αν και περιλαμβάνουν και πιο λαϊκά ή πληβειακά κομμάτια). Μόνο που την ίδια στιγμή τα κοινά προβλήματα συνδυάζονται και με διαφορετικά ειδικά αιτήματα. Άλλες οι προτεραιότητες των δημοσίων υπαλλήλων, άλλες των νέων αυτοαπασχολούμενων.
Η έριδα για το Κέντρο
Αυτή η συνθετότητα των διαδρομών, των σημάνσεων και των κοινωνικών εκπροσωπήσεων που περιλαμβάνει η έννοια του Κέντρου εξηγεί γιατί γίνεται το επίδικο της πολιτικής διαπάλης αλλά και το πεδίο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται οι διαφορετικές στρατηγικές σε αυτή τη μεγάλη εκλογική μάχη.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ επιμένει σε όλους τους συμβολισμούς της «προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης», κυρίως μέσα από τη διαρκή έγκληση της ΝΔ ως «νεοφιλελεύθερης» και «ακροδεξιάς» παράλληλα με στοχευμένες παροχές στα φτωχότερα στρώματα αλλά και στους ελεύθερους επαγγελματίες, χωρίς να παραβλέπει την εκπροσώπηση των δημοσίων υπαλλήλων (απέναντι στους οποίους προβάλλει ως φόβητρο την προηγούμενη κυβερνητική παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη).
Η ΝΔ κυρίως επιμένει σε θέσεις μιας «φιλελεύθερης» οικονομικής πολιτικής, με προσπάθεια να προσελκύσει τα κομμάτια που κυρίως θα ήθελαν μια δυναμική ανάπτυξη, με έμφαση στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με στόχευση και σε ένα νέο και μορφωμένο ακροατήριο, ενώ εμμέσως πλην σαφώς υπογραμμίζει την οριοθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από κάθε εκδοχή ακροδεξιάς.
Το ποια από τις δύο στρατηγικές θα μπορέσει να έχει τα μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα των εκλογών.