Σε πλήξη εξέλιξη βρίσκεται η εκπόνηση των σχεδίων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες για την περίοδο 2019 – 2021, καθώς απομένουν περίπου 2 εβδομάδες μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που έχει ορίσει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) για την υποβολή τους.
Από τις έως σήμερα επαφές με στελέχη της ΕΚΤ έχει γίνει σαφές στις διοικήσεις των εγχώριων τραπεζών ομίλων πως μέχρι και τα τέλη του 2021 οι επισφάλειες θα πρέπει να υποχωρήσουν κάτω από το 20% έναντι 47,60% στα τέλη του περασμένου Ιουνίου.
Πρόκειται για μία πολύ φιλόδοξη προσαρμογή, καθώς εκτιμάται πως μέσα σε τρία χρόνια τα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να μειωθούν κατά 45 δισ. ευρώ για να βγουν τα νούμερα.
Πρόκειται για το βασικό σενάριο, που προϋποθέτει ένα εύλογο ύψος νέων εκταμιεύσεων δανείων, το οποίο θα επαναφέρει την ετήσια πιστωτική μεταβολή σε θετικό έδαφος. Διότι σε διαφορετική περίπτωση, οι απαιτήσεις για μείωση των επισφαλειών θα είναι μεγαλύτερες.
Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμοί αποκλιμάκωσης των προβληματικών ανοιγμάτων θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα τρίμηνα.
Με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα πρώτα δύο χρόνια εφαρμογής των επιχειρησιακών τους σχεδιασμών, οι τράπεζες έχουν καταφέρει να περιορίσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 18 δισ. ευρώ περίπου, πιάνοντας τους στόχους που είχαν τεθεί στις περισσότερες κατηγορίες πίστης.
Δηλαδή ο ετήσιος ρυθμός μείωσης διαμορφώθηκε σε 9 δισ. ευρώ. Για να πιάσουν όμως το στόχο του 2021 θα πρέπει κάθε χρόνο να «σβήνουν» με οποιοδήποτε τρόπο από τους ισολογισμούς τους προβληματικά στοιχεία ύψους 15 δισ. ευρώ, κατ΄ ελάχιστον.
Δεν επαρκούν οι ρυθμίσεις
Όπως επισημαίνει τραπεζικό στέλεχος, η συμβολή των ρυθμίσεων σε αυτήν την προσπάθεια, δεν είναι αρκετή για να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Με δεδομένους τους ισχνούς ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομίας, την απροθυμία μεγάλης μερίδας των δανειοληπτών, παρά την έναρξη των πλειστηριασμών να συνεργαστούν με τον πιστωτή τους, τις καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στην αναδιάρθρωση μεγάλων επιχειρηματικών δανείων και τα προβλήματα στη λειτουργία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, το βάρος θα πέσει στους πλειστηριασμούς και στις πωλήσεις χαρτοφυλακίων σε τρίτους» σημειώνει η ίδια πηγή.
Και προσθέτει πως «το ζητούμενο είναι να βρεθεί η σωστή ισορροπία, που θα μας επιτρέψει από τη μία πλευρά να μεταβιβάσουμε ένα μεγάλος μέρος των κόκκινων δανείων σε λογικές τιμές και από την άλλη να ενισχύσουμε επαρκώς τα έσοδά μας από την ρευστοποίηση ενεχύρων μέσω των πλειστηριασμών, χωρίς να «πνίξουμε» την κτηματαγορά και να δημιουργήσουμε κοινωνική αναταραχή».
Θεωρεί δε κρίσιμες τις επιδόσεις ανάκτησης που θα επιτύχει η Bain Capital από τα κόκκινα δάνεια με εξασφαλίσεις που απέκτησε εφέτος από την Τράπεζα Πειραιώς, καταβάλλοντας υψηλό τίμημα της τάξης του 21% επί της αξίας τους.
«Με τα χρήματα που έδωσε η Bain Capital προεξοφλεί ένα πολύ καλό σενάριο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εάν καταφέρει να γράψει κέρδη, θα επηρεαστεί θετικά η τιμολόγηση των πωλήσεων που θα πραγματοποιήσουν οι τράπεζες τα επόμενα χρόνια. Σε διαφορετική περίπτωση, οι υποψήφιοι αγοραστές των επόμενων πακέτων δανείων που θα βγουν προς πώληση, θα μας δυσκολέψουν αρκετά στις διαπραγματεύσεις» υποστηρίζει η ίδια τραπεζική πηγή.
Με βάση τα όσα έχουν γίνει γνωστά έως σήμερα, μέχρι το τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί μεταβιβάσεις δανείων αξίας άνω των 7 δισ. ευρώ.