«Ασφαλέστερο από το 2008, αλλά όχι αρκετά ασφαλές» χαρακτήρισε την περασμένη Τετάρτη το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα η Κριστίν Λαγκάρντ. Σε άρθρο της που δημοσίευσε στο Διαδίκτυο με αφορμή την επέτειο των 10 χρόνων από την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μετά το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930, η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου συνοψίζει τις δύο κομβικές απειλές που παραμένουν, καθιστώντας το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα ευάλωτο.
Πρώτη απειλή συνιστά ο μεγάλος αριθμός των τραπεζικών οργανισμών, «κυρίως στην Ευρώπη», που δεν έχουν αποκαταστήσει την ευρωστία στο ενεργητικό τους και έχουν ανάγκη από πρόσθετα κεφάλαια. Δεύτερη απειλή, κατά τη γαλλίδα επικεφαλής του ΔΝΤ, είναι η αύξηση (και πάλι…) των μεγεθών των τραπεζών, καθώς και η περιπλοκότητα των λειτουργιών τους, «κάτι που σημαίνει ότι το «too-big-to-fail» παραμένει ένα πρόβλημα». Η Λαγκάρντ αναφέρεται στο ότι πολλές τράπεζες είναι τόσο μεγάλοι «παίκτες» στην αγορά που αν χρεοκοπήσουν ίσως προκαλέσουν ανεξέλεγκτους κραδασμούς στο διεθνές τραπεζικό σύστημα –όπως συνέβη δηλαδή και προ δεκαετίας με την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Μεγάλο το κόστος και η οργή

Προχωρώντας και σε μια κοινωνιολογική ανάλυση της μαύρης επετείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, η Κριστίν Λαγκάρντ σημειώνει ότι «το μεγάλο οικονομικό κόστος που ανέλαβαν οι απλοί άνθρωποι εξαιτίας της κρίσης, σε συνδυασμό με την οργή που τους προκαλούσε το γεγονός ότι οι τράπεζες διασώζονταν και οι τραπεζίτες απολάμβαναν το ακαταδίωκτο, αποτελεί μείζονα αιτία για τη στοχοποίηση της παγκοσμιοποίησης, κυρίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες, και για τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις και σε άλλους θεσμούς».
Η δημοσιοποίηση των απόψεων αυτών της Λαγκάρντ (η Lehman «έσκασε» στα χέρια του προκατόχου της, Ντομινίκ Στρος-Καν, γι’ αυτό δεν έχει πρόβλημα να αναλάβει την ευθύνη για τον… βαθύ ύπνο του ΔΝΤ που απέτυχε να προειδοποιήσει για την επερχόμενη τότε καταστροφή) συνέπεσε με την ανακοίνωση της Royal Bank of England (RBS) ότι θα κλείσει 54 καταστήματά της τον Ιανουάριο του 2019 στην Αγγλία και στην Ουαλία και θα απολύσει 258 εργαζομένους επιπλέον των 162 καταστημάτων που έκλεισε εφέτος και των 792 θέσεων εργασίας που κατάργησε.
Η άλλοτε κραταιά βρετανική τράπεζα εξακολουθεί να έχει την ανάγκη των βρετανών φορολογουμένων για να επιβιώνει. Εχει «κοπεί» κατ’ επανάληψη στα stress tests της Τράπεζας της Αγγλίας, ενώ το 73% του μετοχικού της κεφαλαίου εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της βρετανικής κυβέρνησης που είχε σπεύσει να τη διασώσει όταν η κρίση πέρασε τον Ατλαντικό.

Ξεπλύματα και απελάσεις

Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την κατάρρευση της Lehman έγιναν προσπάθειες στον παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο για τη διαφάνεια, για την απλοποίηση των χρηματοοικονομικών λειτουργιών και εν γένει για την υιοθέτηση μέτρων που θα θωρακίσουν το διεθνές σύστημα. Οι αντιστάσεις στην προσπάθεια για διαχωρισμό των επενδυτικών και των εμπορικών τραπεζικών λειτουργιών αποδείχθηκαν ανυπέρβλητες. Ωστόσο, οι εποπτικές αρχές, πολλές φορές και οι ίδιες οι τράπεζες, λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της τραπεζικής απάτης.
Μόλις την περασμένη Τρίτη αποκαλύφθηκε τεράστιο κύκλωμα ξεπλύματος χρήματος μέσω της δανέζικης Danske Bank –λέγεται ότι είχε τζίρο 28 δισ. ευρώ. Την ίδια ημέρα η ολλανδική ING συμφώνησε να πληρώσει πρόστιμα 775 εκατ. ευρώ για λάθη και παραλείψεις της, που παραδέχθηκε, στην προσπάθεια αντιμετώπισης του χρηματοοικονομικού εγκλήματος.
Οι βρετανικές αρχές, τέλος, απέλασαν χρηματιστή της ελβετικής UBS που δραστηριοποιούνταν στο Σίτι και είχε καταδικαστεί για απάτη το 2012. Ο Κουέκου Αντόμπολι απελάθηκε στη χώρα καταγωγής του, την Γκάνα, αφού εξέτισε στη φυλακή τέσσερα από τα επτά χρόνια κάθειρξης στα οποία είχε καταδικαστεί για απάτη 1,4 δισ. στερλινών (1,55 δισ. ευρώ). Σε συνέντευξή του στο BBC, ωστόσο, ο μαύρος τραπεζίτης κατηγόρησε τις βρετανικές αρχές για ρατσισμό, αφού, όπως είπε, ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ηλικία των 12 ετών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ