Τελικά από τον τρωικό πόλεμο οι νικητές απόμειναν με ένα αδειανό πουκάμισο, μιαν Ελένη, και οι νικημένοι Τρώες κέρδισαν ένα τρανό πεπρωμένο: να υποστούν τη μοίρα της προσφυγιάς αλλά, αφού φτάσουν εκεί όπου τους στέλνουν οι θεοί και οι μοίρες, δηλ. στην Ιταλία, να γίνουν οι προπάτορες μιας «αιώνιας πόλης» που θα διαφεντεύει μιαν αιώνια αυτοκρατορία. Αυτό λέει πάνω κάτω η Αινειάδα του ρωμαίου Βιργιλίου (70-19 π.Χ.), αλλά το λέει με τέτοιο τρόπο που η ιστορική Ρώμη και το οικουμενικό της imperium μπορούν να διαβαστούν, και διαβάστηκαν, ως σταθερό και διηνεκές σύμβολο εξουσιαστικής βούλησης, και όχι μόνο από ή για εγκόσμιους ρέκτες του γεωπολιτικού παιχνιδιού: μια δική τους «Ρώμη» διεκδίκησαν επίμονα και με τη σειρά αυτοκράτορες, στρατηλάτες, δικτάτορες αλλά και πάπες. Ετσι, με κάποιο τρόπο, η Ρώμη της Αινειάδας προκαταβάλλει ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και πνευματικής ιστορίας της Δύσης.
Μεταφρασμένη στα ελληνικά, χρηστική και πεζοπορούσα η Αινειάδα δεν διεκδικεί τίποτε πιο πέρα από το φοιτητικό αναγνωστήριο· και όταν έμμετρη ξεμύτισε παραέξω, έπεσε θύμα ενός ποιητικίζοντος, και εν πολλοίς ερασιτεχνικού, ενθουσιασμού που δεν αντιστοιχούσε ούτε στις τονικότητές της ούτε, κυρίως, στην επική της «σεμνότητα».
Ο καημός για μια Αινειάδα με σύγχρονη ελληνίδα φωνή ήταν παλιός και τον έτρεφαν αλλεπάλληλες κουβέντες με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, τον καιρό που εκείνος βάδιζε στις δικές του ομηρικές ατραπούς. Και στον Μαρωνίτη οφείλεται εν μέρει η αθλοθέτηση της αινειαδικής μου μετάφρασης που, ωστόσο, τράβηξε τον δικό της δρόμο, επιμένοντας σε έναν αυστηρό ιαμβικό στίχο 21 συλλαβών.
Το μέτρο μπορεί να γίνει βρόχος και βραχνάς αλλά συντελεί σε δύο τουλάχιστον πράγματα. Το ένα είναι να ρυθμίζει μια σταθερή απόσταση από ένα πιο χαλαρό αφηγηματικό τέμπο, το οποίο, όπως πάντα το ένιωθα, θα ήταν αναντίστοιχο με τον ώριμο, «κλασικό» λόγο του Βιργιλίου που αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και ένα από τα εγγενή χαρίσματα της λατινικής: την πυκνή, σχεδόν γνωμική, επιγραμματικότητά της. Το άλλο είναι ότι οι ωδίνες του έμμετρου τοκετού αποδίδουν συχνά απροσδόκητα αποτελέσματα στη γλώσσα της μετάφρασης, αποφέροντας μια ποιητική οικονομία του λόγου που δεν χρειάζεται έτσι να καταφύγει σε εύκολα διαθέσιμους και «αναπαλαιωτικούς» ποιητικισμούς. Γι’ αυτό, έχοντας ξοδέψει μπόλικο λάδι στον νυχτιάκο λύχνο, νιώθω ευγνωμοσύνη για τον σατραπικό μου εντολέα.
Είναι άχαρο να κλαυθμηρίζει κανείς για τα σαγηνευτικά μυστήρια που είναι ενσωματωμένα στη γλώσσα του πρωτοτύπου και που έξω από αυτήν χάνουν ή τη σαγήνη ή το μυστήριό τους ή και τα δύο. Αλλά ακόμη και έτσι, διατηρώ την παράδοξα ευχάριστη επίγευση της αγωνίας απέναντι στις πιο επίμονες και σταθερές προκλήσεις της βιργιλιανής γραφής, όπου οι λέξεις δεν εξαντλούνται με την πρώτη ρητορική τους έκρηξη, έχουν βαθύ συνδηλωτικό πέλμα, φθορίζουν μέσα σε ένα είδος επεκτατικής αμφισημίας και απελευθερώνουν από τον μυχό τους κύματα υπαρξιακών, ψυχολογικών, ιδεολογικών ήχων και αντηχήσεων.
Με τις λέξεις ο Βιργίλιος της Αινειάδας δεν τελεί ρητορικούς άθλους (όπως, ας πούμε, ο Οβίδιος των Μεταμορφώσεων) –τελεί ένα βαθύ και σύνθετο μυστήριο δυσπερίγραπτης υποβλητικότητας. Και ο μεταφραστής του, στο τέλος του αγωνίσματος, ξέρει ότι, όσο μυημένος και αν τυχαίνει να είναι ο ίδιος στο μυστήριο, δεν είναι παρά ένας ταπεινός, φιλότιμος ιεροφάντης του.
* Η «Αινειάδα» του Βιργιλίου κυκλοφορεί από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ