Νέα μείωση σημείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) στο β΄ τρίμηνο του 2018, ωστόσο οι ροές νέων κόκκινων δανείων, ειδικά στη λιανική τραπεζική, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, καθιστώντας δύσκολη τη διαχείρισή τους από τις τράπεζες.
Με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα ναι μεν πέτυχαν τους στόχους που είχαν θέσει για τα ΜΕΑ, σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο τα υπόλοιπα των δανείων, ρυθμισμένων και μη, που συμπλήρωσαν τρεις συνεχείς μήνες καθυστέρησης, κινήθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από το προσδοκώμενο.
Επιπλέον, οι χαμηλές πτήσεις στις νέες εκταμιεύσεις δανείων είχαν ως αποτέλεσμα στις περισσότερες κατηγορίες πίστης οι δείκτες καθυστερήσεων (ποσοστά επί του συνόλου των ανοιγμάτων) να βρίσκονται πάνω από τους στόχους.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η πορεία των μεγεθών δείχνει ότι η αποτελεσματικότητα στην ενεργητική διαχείριση των επισφαλειών, κυρίως μέσω των πωλήσεων, έχει αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο εξάμηνο, ενώ έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς και οι πλειστηριασμοί, μετά τη μετάβασή τους σε ηλεκτρονικό περιβάλλον, στις αρχές του χρόνου.
Ωστόσο, οι ρυθμοί θεραπείας προβληματικών χορηγήσεων κινούνται κάτω από τους δείκτες αθέτησης, με αποτέλεσμα το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), να μην μειώνεται με βάση τους σχεδιασμούς.
Ιδιαίτερος προβληματισμός επικρατεί για τα στεγαστικά δάνεια, καθώς η μείωση των επισφαλειών στη συγκεκριμένη κατηγορία πίστης είναι πολύ μικρή, καταδεικνύοντας την αδυναμία των τραπεζών να προχωρήσουν σε επαρκείς και βιώσιμους διακανονισμούς, αλλά και την απροθυμία μεγάλης μερίδας των δανειοληπτών να συνεργαστούν μαζί τους για τη διευθέτηση της οφειλής τους.
Πώς βελτιώθηκαν τα μεγέθη
Αναλυτικότερα, στο τέλος Ιουνίου του 2018, το ύψος των ΜΕΑ εμφανίζεται μειωμένο κατά 4,1% συγκριτικά με το τέλος Μαρτίου του 2018 και κατά 6,1% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, αγγίζοντας τα 88,6 δισεκ. ευρώ ή το 47,6% των συνολικών ανοιγμάτων.
Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, μήνα κατά τον οποίο καταγράφηκε το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ, παρατηρείται μείωση κατά 17,3% ή 18,6 δισεκ. ευρώ.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η μείωση των ΜΕΑ κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις πωλήσεις ύψους σχεδόν 2,0 δισεκ. ευρώ, οι οποίες αφορούν κατά βάση συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από δύο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα.
Πέραν των πωλήσεων, στη μείωση των ΜΕΑ συνέβαλαν επίσης οι διαγραφές (1,6 δισεκ. ευρώ), οι εισπράξεις (0,6 δισεκ. ευρώ) και οι ρευστοποιήσεις (0,6 δισεκ. ευρώ).
Επιπλέον, στο τελευταίο τρίμηνο παρατηρήθηκε αύξηση στις πωλήσεις, καθώς οι τράπεζες προχωρούν στην ολοκλήρωση συναλλαγών που έχουν ήδη ανακοινώσει, αλλά και στις ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα.
Παρ΄ όλα αυτά, ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα (στο 1,8%), χαμηλότερος από τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (default rate), ο οποίος εμφανίζει αυξητική πορεία για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, φτάνοντας το 2,1% και επιβεβαιώνοντας την αρνητική τάση που παρατηρήθηκε ήδη από το α΄ τρίμηνο του 2018.
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στα χαρτοφυλάκια Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ), μεγάλων επιχειρήσεων και ναυτιλιακών δανείων, όπου η τριμηνιαία μείωση άγγιξε τo 9,2%, 8,7% και 8,5% αντίστοιχα.
Oι επιδόσεις στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο διατηρούνται χαμηλές, καθώς το επίπεδο των ΜΕΑ παρέμεινε σταθερό.
Σε ετήσια βάση (συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2017), η μείωση των ΜΕΑ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο άγγιξε το 15,7%, στο καταναλωτικό το 24,6%, ενώ στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο σημειώθηκε μείωση των ΜΕΑ κατά μόλις 1,1%.
Η σύγκριση με τους στόχους
Κατά το β΄ τρίμηνο του 2018, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν, για ακόμη μια περίοδο, τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ, σε απόλυτα μεγέθη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου του 2018, τα ΜΕΑ αγγίζουν τα 88,6 δισεκ. ευρώ ή 1,6 δισεκ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο.
Οι συγκριτικά καλύτερες από το αναμενόμενο επιδόσεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στις χαμηλότερες από το αναμενόμενο καθαρές ροές νέων ΜΕΑ, καθώς και στις υψηλότερες από το αναμενόμενο διαγραφές και εισπράξεις.
Επιπλέον, κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 οι πωλήσεις και οι ρευστοποιήσεις προσεγγίζουν για πρώτη φορά το αναμενόμενο επίπεδο.
Αντίθετα, οι τράπεζες έχασαν το στόχο για τα ΜΕΔ, τα οποία έφτασαν τα 61,0 δισεκ. ευρώ ή 0,3 δισεκ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο που είχε τεθεί, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες πέτυχαν μείωση των δανείων αυτών κατά 4,7% ή 3,0 δισεκ. ευρώ σε σύγκριση
με το Μάρτιο του 2018.
Από την άλλη πλευρά όμως, τα κόκκινα δάνεια ως ποσοστό επί του συνόλου των ανοιγμάτων κινούνται σε χαμηλότερα των στόχων επίπεδα. Βασική αιτία αποτελούν οι λιγότερες του αναμενόμενου νέες εκταμιεύσεις δανείων.
Ειδικότερα, ο δείκτης ΜΕΑ βρίσκεται στο 47,6%, υψηλότερα από το επίπεδο της πρόβλεψης για το εν λόγω τρίμηνο του 46,9%, κυρίως λόγω του μειωμένου όγκου συνολικών δανείων για την περίοδο.
Ο δείκτης ΜΕΔ βρίσκεται στο 32,8%, υψηλότερος συγκριτικά με την πρόβλεψη του 31,5%.
Η απόδοση σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί για τα τρία κυριότερα χαρτοφυλάκια (στεγαστικό, καταναλωτικό, επιχειρηματικό) διαφέρει.
Σχετικά καλύτερη εικόνα εμφανίζει το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, αλλά στο χαρτοφυλάκιο λιανικής οι τράπεζες δεν βρίσκονται ακόμη σε απόλυτη συμφωνία με τους στόχους που έχουν τεθεί.
Συγκεκριμένα, στο τέλος Ιουνίου 2018 τα μεγέθη έχουν ως εξής:
– Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια σε επίπεδο ΜΕΑ διαμορφώθηκαν στα 27,50 δισ. ευρώ έναντι στόχου 27,1 δισ. ευρώ, με το ποσοστό τους επί του συνόλου των ανοιγμάτων της κατηγορίας να φτάνει στο 44,30% έναντι στόχου 42,80%.
– Τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά ανοιίγματα διαμορφώθηκαν σε 50,70 δισ. ευρώ έναντι στόχου 52,90 δισ. ευρώ, με το ποσοστό τους να φτάνει στο 48%, λίγο χαμηλότερα από το 48,30%. Σε επίπεδο ΜΕΔ τα υπόλοιπα ανέρχονται σε 32,40 δισ. ευρώ έναντι στόχου 33 δισ. ευρώ και σε 30,70% έναντι στόχου 30,1%.
– Στην καταναλωτική πίστη τα ΜΕΑ διαμορφώθηκαν σε 10,40 δισ. ευρώ ή 56,90% επί του συνόλου έναντι στόχων για 10,2 δισ. ευρώ και 52,80%, ενώ τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 8 δισ. ευρώ ή 43,50% έναντι στόχων για 7,7 δισ. ευρώ και 39,90%.