Αυτό που τον είχε εντυπωσιάσει περισσότερο από το σπίτι ήταν δύο σταυροί. Ενας από το Μεξικό με τον Εσταυρωμένο να μαρτυρά επάνω του δίπλα σε έναν πίνακα του Αμερικανού Μάξφιλντ Πάρις και ένας άλλος στολισμένος με ρουμπίνια και σμαράγδια. «Ο Αντι είχε αλλάξει τη ζωή του αφότου είχε πυροβοληθεί (σ.σ.: από την ηθοποιό και ακραία φεμινίστρια Βαλερί Σολάνας). Δεν άφηνε κανέναν να περάσει από την πόρτα του σπιτιού του, ούτε έκανε ποτέ πάρτι. Στράφηκε στον καθολικισμό και άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία 2-3 φορές την εβδομάδα. Οταν τον χειρουργούσαν μετά τον τραυματισμό του η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει για μερικά λεπτά. Αισθανόταν ότι του είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να ζήσει, την οποία δεν την άξιζε πραγματικά». Ο φωτογράφος Ντέιβιντ Γκαμπλ μιλάει με μεγάλη οικειότητα για τον Αντι Γουόρχολ. Και ας μην τον γνώρισε ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς ότι είχαν διασταυρωθεί τα βλέμματά τους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Algonquin», άντρο των διανοουμένων της Νέας Υόρκης για δεκαετίες, όταν κάποτε βρέθηκαν να τρώνε σε γειτονικά τραπέζια. Υπήρξε όμως ο άνθρωπος που πέρασε ώρες σε βουβό διάλογο με τις πιο μύχιες λεπτομέρειες του προσωπικού σύμπαντος του πάπα της ποπ αρτ όταν βρέθηκε να απαθανατίζει το εσωτερικό του σπιτιού του στο Μανχάταν, εκεί όπου ο Γουόρχολ είχε ζήσει από το 1974 έως τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1987.
Οι οδηγίες που είχε ήταν λίγο-πολύ σαφείς. Επρεπε να μπει στο σπίτι και να φωτογραφίσει ό,τι τραβούσε την προσοχή του. Ο Αντι Γουόρχολ (1928-1987) είχε μόλις πεθάνει και o νεαρός Ντέιβιντ Γκαμπλ άνοιγε την πόρτα στο διαμέρισμα της 66th street στο Απερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, αν όχι με κάποιον δισταγμό, σίγουρα με επιφυλακτική περιέργεια. Υπήρχαν εξάλλου και εκείνοι οι οπαδοί του επαναστάτη της τέχνης που πίστευαν ότι ο αιφνίδιος θάνατος από τις επιπλοκές μιας απλής επέμβασης αφαίρεσης χολής δεν είχε σημάνει απαραίτητα και το τέλος του. Οτι δηλαδή ο πολυσχιδής καλλιτέχνης θα έβρισκε έναν τρόπο να κάνει το θαύμα του και να γυρίσει πίσω. «Είχε μια ιδιαίτερη μυρωδιά και μια σκοτεινιά αυτό το σπίτι» περιγράφει στο BHΜΑgazino ο Ντέιβιντ Γκαμπλ την πρώτη του εντύπωση από την ατμόσφαιρα της κατοικίας στη Νέα Υόρκη όταν πρωτοπέρασε το ακριβοθώρητο κατώφλι της.
Αυτόπτης μάρτυς
Ο Γκαμπλ ήταν από τους ελάχιστους –αν όχι ο μόνος – που είχε αυτό το προνόμιο. Διότι ο ατζέντης του Γουόρχολ, Φρεντ Χιουζ, ο άνθρωπος που είχε προσλάβει τον Γκαμπλ για να φωτογραφίσει το διαμέρισμα αφότου είχε εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του σε περιοδικά όπως τα «Life», «Town & Country», «Fortune» κ.ά., δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει μέσα στο σπίτι. «Οπως μου είχε πει τότε, το πρώτο πράγμα που έκανε όταν πέθανε ο Αντι ήταν να πάει στο σπίτι του και να αλλάξει τις κλειδαριές. Φοβόταν ότι η οικογένεια του Γουόρχολ θα έμπαινε μέσα και θα έπαιρνε κάποια αντικείμενα» εξηγεί ο 65χρονος σήμερα Γκαμπλ. Ο Χιουζ εκτελούσε τη διαθήκη και τις επιθυμίες του Γουόρχολ, ο οποίος είχε προνοήσει για τους συγγενείς του, αλλά επιθυμούσε να πωληθούν τα αντικείμενά του προκειμένου να συγκεντρωθούν οι απαραίτητοι πόροι για την ίδρυση του The Andy Warhol Foundation for the Visual Arts. Η φωτογράφιση αποσκοπούσε στο να καταστήσει το περιεχόμενο του σπιτιού θελκτικό για τους επίδοξους αγοραστές, μια και επρόκειτο να δημοπρατηθούν τα περισσότερα αντικείμενα μέσω του οίκου Sotheby’s.
«Από τη στιγμή που πέθανε ο Γουόρχολ, οι ειδικοί προέβλεπαν ότι μάλλον θα πέσει η αξία των έργων του. Αφενός γιατί δεν ήξεραν πόσα αντίτυπα των πινάκων υπήρχαν. Αφετέρου, επειδή πίστευαν ότι ο ίδιος ο Αντι ήταν μεγαλύτερος από την τέχνη του και ότι όταν πέθαινε τα έργα του δεν θα άξιζαν και τόσο πολύ. Γι’ αυτό και ο Χιουζ είχε το βλέμμα στραμμένο προς την Ευρώπη, με το σκεπτικό ότι εκεί η φήμη τού γκουρού της ποπ αρτ παρέμενε ανέγγιχτη. «Ηξερε ότι αν πήγαινα να φωτογραφίσω το σπίτι θα βρισκόταν σίγουρα ένα περιοδικό όχι μόνο να δημοσιεύσει αλλά και να διαθέσει άπλετο χώρο για την παρουσίαση των φωτογραφιών». Είχε δίκιο. Το φωτορεπορτάζ κυκλοφόρησε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας «The Observer» τον Μάρτιο του 1988. O Χιουζ ήξερε ότι θα λειτουργούσε σαν κράχτης στην επικείμενη πώληση των αντικειμένων από τους Sotheby’s σε μια δημοπρασία-μαμούθ, η οποία διήρκεσε δέκα ημέρες (από τις 23 Απριλίου έως τις 3 Μαΐου 1988).
Στα περίπου δέκα χιλιάδες αντικείμενα που δημοπρατήθηκαν περιλαμβάνονταν έπιπλα Art Deco, χειροποίητα έργα ινδιάνικης τέχνης, κοσμήματα, ρολόγια και συλλεκτικά αντικείμενα. Ανάμεσά τους και τα περίφημα πήλινα δοχεία για μπισκότα, τα λεγόμενα cookie jars, τα οποία ο Γουόρχολ συνέλεγε με μανία στην ακραία κιτς εκδοχή τους. «Πολλά από τα αντικείμενα προς πώληση ήταν απλώς… σαβούρα» σχολιάζει ο Γκαμπλ για την εμβληματική αυτή δημοπρασία. «Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή ήταν η πρώτη εκποίηση αντικειμένων ενός celebrity στην οποία αποδείχθηκε περίτρανα ότι όταν έχεις ένα όνομα σαν του Αντι Γουόρχολ και έχεις στην κατοχή σου ένα αντικείμενο όπως ένα cookie jar που κοστίζει μόλις πέντε δολάρια πάντα θα βρεθεί κάποιος να δώσει 500 δολάρια για να το αποκτήσει». Γιατί τελικά η ζήτηση ήταν πέρα από κάθε προσδοκία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του Χιουζ. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ ο οίκος Sotheby’s είχε υπολογίσει τα έσοδα από τις πωλήσεις στα 15 εκατ. δολάρια, τελικά συγκεντρώθηκαν 25 εκατομμύρια –τα 250.000 δολάρια εξ αυτών προήλθαν από τα 175 cookie jars, μια κατηγορία αντικειμένων που αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής στις τάξεις των αγοραστών.
Ακριβά πειστήρια
Προτού όμως ενσκήψει η τρέλα της πώλησης των αντικειμένων, ο Γκαμπλ είχε κατορθώσει να απαθανατίσει αυτό το συνονθύλευμα αντικειμένων, επίπλων και έργων τέχνης μέσα στη γοητευτική αχλή που τα περιέβαλλε προσδίδοντάς τους, ή έστω αναδεικνύοντας, μια ήδη υπάρχουσα, μυστικιστική ατμόσφαιρα. Ηταν το αποτέλεσμα μιας επίπονης δουλειάς οκτώ ημερών από την οποία προέκυψαν «23-24 φωτογραφίες» όπως διευκρινίζει. «Στο έργο μου από νωρίς με ενδιέφερε η τοπιογραφία πάντα σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση. Οταν βρέθηκα μέσα στο σπίτι δεν με τράβηξαν τα ακριβά αντικείμενα. «Μα γιατί φωτογραφίζεις πράγματα που δεν αξίζουν τίποτα;» με ρωτούσαν. Εγώ αισθανόμουν πως ο Αντι βρισκόταν στις λεπτομέρειες. Εκανα αυτό που ήθελα και νομίζω ότι αυτός είναι και ο λόγος που οι φωτογραφίες διατηρούν τη φρεσκάδα τους μετά από τριάντα χρόνια» καταλήγει ο Γκαμπλ, ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει κερδίσει ουκ ολίγα βραβεία στη διάρκεια της καριέρας του, όπως τα World Press Photo Award (1988) για ένα πορτρέτο του Στίβεν Χόκινγκ ή το The American Photography Award (1989).
Δύο από τις φωτογραφίες του σπιτιού στη Νέα Υόρκη, «Το ντουλάπι με τα φάρμακα του Αντι Γουόρχολ» (Andy Warhol’s medicine cabinet) και «Η περούκα, τα γυαλιά και το ρολόι του Αντι Γουόρχολ» (Andy Warhol’s wig, glasses and watch) δημοπρατήθηκαν με τη σειρά τους από τους Sotheby’s τον περασμένο Απρίλιο και πωλήθηκαν έναντι 25.000 και 23.750 δολαρίων αντίστοιχα. Το ντουλάπι με τα φάρμακα, το οποίο έχει μεταφερθεί αυτούσιο στο Μουσείο Αντι Γουόρχολ στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, αποτελεί διαχρονικό πόλο έλξης περιέργειας για θαυμαστές του και μη, καθώς μέσα από τις ετικέτες των δεκάδων μπουκαλιών μπορεί κανείς να ιχνογραφήσει ένα πρόχειρο ψυχογράφημα για τον εκκεντρικό καλλιτέχνη. Κρέμες για την ακμή και την ξηροδερμία, λοσιόν για το τριχωτό της κεφαλής και την αντιγήρανση, λάδια για μασάζ προσώπου, στοματικά διαλύματα, μολύβια χειλιών και δεκάδες άλλα μπουκαλάκια για τη μάλαξη μιας βαθιά ανασφαλούς προσωπικότητας, η οποία κατάφερε ωστόσο να κατακτήσει τον κόσμο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018.