Πρώτος ήταν ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, επικεφαλής της πόλης-κράτους του Βατικανού. Μετά, η βασίλισσα της Ολλανδίας Βεατρίκη. Ακολούθησε ο Χουάν Κάρλος της Ισπανίας. Και τώρα ο 84χρονος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας Ακιχίτο, με βεβαρημένη υγεία έπειτα από δύο επεμβάσεις, μία για καρκίνο του προστάτη το 2003 και ένα μπαϊπάς το 2012, προετοιμάζεται να αφήσει τον αυτοκρατορικό θώκο στις 30 Απριλίου 2019 έχοντας συμπληρώσει τρεις δεκαετίες ως ηγεμόνας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Οι λόγοι δεν είναι ίδιοι σε κάθε περίπτωση: η Βεατρίκη ακολούθησε το παράδειγμα της μητέρας της και της γιαγιάς της, που επίσης είχαν αποχωρήσει πρόωρα, ο Χουάν Κάρλος έφυγε εξαιτίας μιας σειράς σκανδάλων, ο Πάπας και ο αυτοκράτορας υπό την πίεση της ηλικίας. Ωστόσο, όλες οι παραπάνω σύγχρονες αποδράσεις «εστεμμένων» έχουν κάτι κοινό –την αποδέσμευση του ατόμου από τα δεσμά του αξιώματος, κάτι που σε παρελθόντες αιώνες θα θεωρούνταν αδιανόητο. Ιδιαίτερα μάλιστα για έναν θρόνο όπως αυτός της Ιαπωνίας, ο οποίος εναποθέτει στον κάτοχό του ασύγκριτα βάρη: την αξίωση της αρχαιότερης δυναστείας παγκοσμίως (η παράδοση τη θέλει να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ., οι ιστορικοί επαληθεύουν την ύπαρξή της από τον 6ο αιώνα μ.Χ.), την επιβίωση αυστηρότατου τελετουργικού που ορίζει τη ζωή και τις υποχρεώσεις του μονάρχη, τη συμβολική του ισχύ για την κοινωνία, τη σκιά της ενοχής για τα εγκλήματα του ιαπωνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον προβληματισμό για το μέλλον ενός οίκου με ελάχιστα μέλη και νομικό αποκλεισμό των γυναικών από την άσκηση εξουσίας. Κατόρθωμα του Ακιχίτο είναι ότι πέρασε αλώβητος από τις παραπάνω συμπληγάδες. Το ερώτημα είναι αν ο 58χρονος υιός και διάδοχός του, Ναρουχίτο, θα τις διέλθει με την ίδια επιτυχία.
Από τη νεότητά του ήδη ο Ακιχίτο περιγραφόταν στον Τύπο ως «η μελλοντική ελπίδα της Ιαπωνίας», σιωπηρά ως αντίβαρο του πατέρα του, Χιροχίτο, απόμακρου, λάτρη της παράδοσης και στιγματισμένου από τη συμμαχία με τους Ναζί. Ο πρίγκιπας διάδοχος είχε λάβει δυτικού χαρακτήρα εκπαίδευση, διακρινόταν για τις κοινωνικές του δεξιότητες και θεωρούνταν ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην έννοια μιας πιο «λαϊκής» μοναρχίας, πιο κοντά στο πρότυπο της βρετανικής απολιτικής βασιλείας. Αν αυτό υπαινισσόταν η παρουσία του στη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ το 1953, ο γάμος του το 1959 το δήλωσε εμφατικά. Αφού γνώρισε παίζοντας τένις τη Μιτσίκο Σόντα, μια κοινή θνητή, κόρη αλευροβιομηχάνου, έκανε το αποφασιστικό βήμα να τη νυμφευθεί εγκαταλείποντας μια παράδοση χιλίων και πλέον ετών. Ο γάμος είχε αρκετά χαρακτηριστικά από δυτικά βασιλικά δρώμενα: την αντίθεση των γονέων που φρίκιαζαν μπροστά στη ρήξη με τα καθιερωμένα και θεωρούσαν τη νύφη ανάξια του γιου τους, τη συντριπτική λαϊκή αποδοχή της επιλογής (το 87% τασσόταν υπέρ της απόφασης του πρίγκιπα, σύμφωνα με τότε δημοσκόπηση), την αναγωγή της τελετής σε μαζικό φαινόμενο με 500.000 άτομα στους δρόμους και 15 εκατομμύρια τηλεθεατές. Αποτελούσε, κατά μία έννοια, όχι μόνο δείγμα ανοίγματος προς τον λαό σε μια εποχή που ο Χιροχίτο, πεισματικά προσκολλημένος στην εθιμοτυπία, εξακολουθούσε να εμφανίζεται δημοσίως μόνο δύο φορές τον χρόνο –την Πρωτοχρονιά και στα γενέθλιά του -, αλλά και πρακτική έκφραση της αντίδρασης του ίδιου του Ακιχίτο στην άκρατη ανακτορική τυπολατρία: οι «New York Times» έγραφαν το 1971 ότι κάποτε είχε παρομοιάσει τον ρόλο των μελών της ιαπωνικής αυτοκρατορικής οικογένειας με αυτόν ενός ρομπότ.
Ρομποτικός αυτοκράτορας δεν υπήρξε ο Ακιχίτο, ούτε όμως και εξελίχθηκε σε ανατροπέα των πάντων. Βάδισε μια πολύ προσεκτική οδό, είναι η αλήθεια, από τη στιγμή που διαδέχθηκε τον πατέρα του μετά τον θάνατο του τελευταίου στις 6 Ιανουαρίου 1989, ανάμεσα στο προσωπικό συναίσθημα και στο χρέος απέναντι στην Ιστορία. Η ευθύνη του Χιροχίτο για τον ιαπωνικό επεκτατισμό και τα εγκλήματα πολέμου στον Β’ Παγκόσμιο σπρώχθηκαν κάτω από το μεταπολεμικό χαλάκι με τη σύμφωνη γνώμη των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής προκειμένου να μη διαταραχθεί η οδός προς την ειρήνη. Σε μια περίπλοκη άσκηση κοινωνικής ψυχολογίας ο αυτοκράτορας πήρε πάνω του το βάρος της άνευ όρων συνθηκολόγησης στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, η ιαπωνική κοινωνία εναγκαλίστηκε την ήττα («Embracing Defeat» είναι ακριβώς ο όρος του κορυφαίου έργου του αμερικανού ιστορικού Τζον Ντάουερ για την περίοδο αυτή) και το ένοχο παρελθόν θάφτηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Το Σύνταγμα του 1947, το οποίο υπό αμερικανική επίνευση εναρμόνισε τους πολιτικούς θεσμούς της Ιαπωνίας με τη Δύση, περιορίστηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στο να προσγειώσει τον ρόλο του αυτοκράτορα διά της οικονομίας: περικόπτοντας δραστικά τις δαπάνες του, εξανάγκασε τους 11 από τους 12 κλάδους της οικογένειας σε αποποίηση της ιδιότητάς τους. Ο Χιροχίτο παρέμεινε το σύμβολο της χώρας, χωρίς πια τις υποτιθέμενες θεϊκές ιδιότητες που του αποδίδονταν προπολεμικά –αλλά και δίχως αίτηση συγγνώμης προς τις χώρες που υπέφεραν από τη σκληρή ιαπωνική κατοχή. Ενώ ο γερμανός καγκελάριος Βίλι Μπραντ θα γονάτιζε το 1970 μπροστά στο μνημείο της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας τιμώντας αυθόρμητα τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας δεν θεώρησε ποτέ ότι είχε να απολογηθεί για κάτι.
Ο Ακιχίτο φρόντισε να μη στιγματίσει τη μνήμη του πατέρα του, πολιτεύθηκε όμως διαφορετικά, αν και στο πλαίσιο συμβολικών χειρονομιών και λεπτών διατυπώσεων. Τον Απρίλιο του 1989, μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Χιροχίτο, εξέφρασε τις «τύψεις» του για τα όσα η Ιαπωνία είχε προξενήσει στην Κίνα στη διάρκεια του πολέμου. Το 1995, στην 50ή επέτειο της παράδοσης, επισκέφθηκε μαζί με την αυτοκράτειρα Μιτσίκο τη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι και την Οκινάουα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2005, το αυτοκρατορικό ζεύγος επισκέφθηκε τη Σαϊπάν, αμερικανική κτήση στον Ειρηνικό και τόπο μεγάλης μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου κατέθεσε στεφάνια και προσευχήθηκε στα μνημεία όχι μόνο των ιαπώνων πεσόντων, αλλά και αμερικανών στρατιωτών, κορεατών εργατών και κατοίκων του νησιού. Μιλώντας με τη γλώσσα του σώματος τότε, και εκφράζοντας αργότερα σε πολλές περιπτώσεις τις «βαθιές τύψεις» του για τον ρόλο της Ιαπωνίας, ο Ακιχίτο εξόρκιζε το φάντασμα του πρώην αυτοκράτορα χωρίς να αναφέρεται ποτέ στην ενοχή του.
Ο πρίγκιπας διάδοχος Ναρουχίτο δεν έχει τέτοια φαντάσματα να αντιπαλέψει. Ο απόφοιτος της Οξφόρδης όμως, κάτοχος μάστερ Ιστορίας, έχει έρθει ήδη αντιμέτωπος με την άλλη νέμεση της αυτοκρατορικής οικογένειας –τις απαιτήσεις της παράδοσης. Η 55χρονη σήμερα σύζυγός του, Μασάκο Οβάντα, ήταν μια πολλά υποσχόμενη νεαρή διπλωμάτης, απόφοιτος του Χάρβαρντ, που παρά τον έρωτά της για τον διάδοχο του θρόνου φοβόταν τον βαθύ συντηρητισμό των ανακτόρων, την απώλεια της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της, με αποτέλεσμα να απορρίψει δύο φορές τις προτάσεις του. Σύμφωνα με όσα ανέφερε η Φιλίπα Φόγκαρτι σε άρθρο στον ιστότοπο του BBC τον Ιούνιο του 2017, συναίνεσε στην τρίτη, όταν ο Ναρουχίτο της δήλωσε πως «μπορεί να έχεις φόβους και ανησυχίες για την είσοδό σου στον αυτοκρατορικό οίκο, εγώ όμως θα σε προστατεύω σε όλη μου τη ζωή». Το ζεύγος παντρεύτηκε στις 9 Ιουνίου 1993.
Η πριγκιπική προστασία χρειάστηκε άμεσα. Και αυτό γιατί όχι μόνο παραδοσιακά το καθήκον της συζύγου του διαδόχου είναι η άμεση παραγωγή νέου διαδόχου, αλλά και γιατί μετά τον μεταπολεμικό περιορισμό της αυτοκρατορικής οικογένειας σε έναν κλάδο, τα άρρενα μέλη είναι είδος εν ανεπαρκεία. Καθώς ο νόμος προβλέπει μόνο κατ’ αρρενογονία διαδοχή, κάθε νέα σύζυγος οφείλει την «ορθή τεκνοποίηση», κάτι που οδηγεί ενίοτε σε σχιζοφρενικές καταστάσεις, χαρακτηριστικότερη όλων ίσως αυτή που αναφέρει ο αμερικανός ιστορικός Χέρμπερτ Π. Μπικς στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του «Hirohito and the Making of Modern Japan» (εκδ. Harper Perennial) σχετικά με τις περιστάσεις της γέννησης του σημερινού αυτοκράτορα: όταν η πριγκίπισσα Ναγκάκο απέβαλε στα τέλη του 1932, ο οίκος επιστράτευσε τον γηραιό κόμη Τανάκα προκειμένου να επιβάλει στον Χιροχίτο τη λύση της παλλακίδας. Ο κόμης επέλεξε αρχικά δέκα υποψήφιες πριγκίπισσες, από τις οποίες η ωραιότερη λέγεται ότι επισκέφθηκε τον αυτοκράτορα στο παλάτι για μια παρτίδα χαρτιά, παρουσία της επίσημης συζύγου. Ο Χιροχίτο, αυστηρά μονογαμικός, έθεσε τέλος σε κάθε συζήτηση και η γέννηση του Ακιχίτο ακολούθησε τον Δεκέμβριο του 1933.
Παρόμοιες πιέσεις αντιμετώπισε 60 χρόνια μετά και η Μασάκο. «Η πολλή φασαρία μπορεί να εκνευρίσει τον πελαργό» δήλωνε με νόημα ο Ναρουχίτο το 1994. Η γέννηση της Αϊκο το 2001 δεν βελτίωσε τα δεδομένα της διαδοχής. Ενας εξοργισμένος Ναρουχίτο έφθανε να δηλώνει σε επίσημη συνέντευξη Τύπου το 2004 ότι η σύζυγός του είχε «εξαντληθεί εντελώς στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στη ζωή του αυτοκρατορικού οίκου», ενώ αργότερα θα κατηγορούσε ανοικτά κάποιους ανακτορικούς αξιωματούχους ότι προσπαθούσαν να «ακυρώσουν τον χαρακτήρα και την καριέρα της». Με τη σειρά τους, τα ανάκτορα ανακοίνωσαν ότι η Μασάκο έπασχε από «διαταραχή προσαρμογής», ασθένεια που όλοι οι υπόλοιποι ερμήνευσαν ως κατάθλιψη. Εκτοτε, η πριγκίπισσα απέχει από πολλές δημόσιες εμφανίσεις του συζύγου της και σύμφωνα με όσα έλεγε ο ίδιος το 2016 «έχει ακόμη τα πάνω και τα κάτω της».
Αν και η γέννηση του Χισαχίτο, γιου του πρίγκιπα Φουμιχίτο, νεότερου αδελφού του Ναρουχίτο, το 2006, διευθέτησε προσωρινά το ζήτημα, το πρόβλημα παραμένει. Από το 1965 και μετά έχουν γεννηθεί 9 κορίτσια και ένα αγόρι. Ο αυτοκρατορικός οίκος σήμερα αριθμεί μόλις 19 μέλη, τα οποία μειώνονται σταδιακά, εφόσον ο νόμος προβλέπει ότι οι πριγκίπισσες που επιλέγουν κοινούς θνητούς ως συζύγους αποποιούνται τον τίτλο τους και αποχωρούν από την οικογένεια. Το έπραξε η πριγκίπισσα Σαγιάκο, αδελφή του Ναρουχίτο, το 2005, το επανέλαβε η εξαδέλφη του, πριγκίπισσα Νορίκο, το 2014, και, όπως ανακοινώθηκε πέρυσι, θα το κάνει και η πριγκίπισσα Μάκο, κόρη του Φουμιχίτο, το 2020. Η συζήτηση που είχε ανοίξει το 2005 για την απόδοση του δικαιώματος της ανάρρησης στον θρόνο στις γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας προκαλώντας αποπληξία στους συντηρητικούς που αναρωτιούνταν τι θα συμβεί αν η μέλλουσα αυτοκράτειρα επιλέξει ξένο σύζυγο έληξε με συνοπτικές διαδικασίες με τη γέννηση του Χισαχίτο. Αν επανέλθει στο εγγύς μέλλον, ο καλλιεργημένος, κοσμοπολίτης, πολιτικοποιημένος, προοδευτικός Ναρουχίτο δύσκολα θα έχει λόγο σε αυτήν. Οπως ακριβώς και ο Ακιχίτο, προορίζεται να φέρει έναν «αέρα φρεσκάδας» στο αυτοκρατορικό αξίωμα, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τα στενά όρια του συμβολικού μόνο αρχηγού του κράτους. Εκτός αν ο μελλοντικός αυτοκράτορας βρει, όπως και ο πατέρας του, με τη μικρή επανάσταση του γάμου με μια κοινή θνητή, τη χρυσή τομή ώστε να τα διευρύνει κατά τι.
Οι 7 πριγκίπισσες
Τόσι, Μάκο, Κάκο, Ακίκο, Γιόκο, Τσουγκούκο, Αγιάκο. Οι νεαρές γυναίκες του ιαπωνικού αυτοκρατορικού οίκου (από 17 ως 37 ετών), ελκυστικές και με αξιόλογες σπουδές στην πλειονότητά τους, βιώνουν ένα διαρκές δίλημμα: αν πρέπει να συμμορφωθούν με την παρωχημένη ανακτορική οπτική που τις θέλει όμορφα μπιμπελό προς αντιπροσώπευση της οικογένειας στο πλήθος των επίσημων υποχρεώσεων ή να διεκδικήσουν την ολοκληρωμένη ζωή μιας γυναίκας του 21ου αιώνα, υποχρεωμένες όμως από μια σχιζοφρενική παραδοσιοκρατική νομοθεσία να εγκαταλείψουν την οικογένεια και τον τίτλο τους, αν τυχόν ερωτευθούν κάποιον κοινό θνητό.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018.