Η αίσθηση παρακμής της ελληνικής δημοκρατίας και η συνακόλουθη ομφαλοσκόπηση έχουν επικρατήσει. Η μαζική ένδεια και η εξάτμιση της προοπτικής ευημερίας επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση ως «μεταμνημονιακή κανονικότητα», και μαζί επιβεβαιώθηκε και η αυτολύπηση για την καταραμένη χώρα. Και είναι λογικό αν συγκρίνεις την Ελλάδα με τις χώρες που στ’ αλήθεια βγήκαν από τα μνημόνια και τη λιτότητα. Ιρλανδία, Κύπρος και Πορτογαλία, η καθεμία από τον δικό της δρόμο, ανοίγουν βήμα και συναντούν ξανά τον ταραγμένο κόσμο, χωρίς να δοκιμάζεται η δημοκρατία τους και χωρίς υπονόμευση της κοινωνικής συνύπαρξης.
Η Ελλάδα εξέρχεται από τον ευρωπαϊκό δανεισμό για να αναμετρηθεί με το παγκόσμιο κεφάλαιο συναισθηματικά διαιρεμένη, υπό διαρκή εμφυλιοπολεμική απειλή, με μεγάλες κοινωνικές μάζες στο ακραίο περιθώριο, με την πάλαι ποτέ κραταιά μεσαία τάξη σε προϊούσα σήψη και τους πολίτες εκτεθειμένους σε όλους τους πιθανούς κινδύνους: από τη λοιδορία που τους επιφυλάσσει η κυβέρνηση αν απανθρακωθούν οι συγγενείς τους μέχρι τον θάνατο από κουνούπι, για να μείνουμε στο φάσμα των θεμελιωδών υποχρεώσεων που η εξουσία αρνείται να αναλάβει.

Ο… εξωτικός προορισμός

Οι συγκρίσεις με αυτές τις χώρες και η εσωτερική ψυχική εξουθένωση έχουν στενέψει το οπτικό πεδίο. Η ευρωπαϊκή εικόνα δεν φτάνει στα θολωμένα μας μάτια. Συμβιβαζόμαστε με την εθνική μοναξιά, παραμένουμε ανακουφισμένοι στο ευρώ, ενοχικά και κάπως αλήτικα ρουφάμε κονδύλια της ΕΕ και, φτωχότεροι, με το κεφαλάκι μας ήσυχο και χαμηλωμένο, αναπαράγουμε εαυτόν. Οι λάτρεις της ελληνικής ιδιαιτερότητας ας μείνουν ήσυχοι, καμία από τις πρώην μνημονιακές χώρες δεν είναι σαν εμάς. Η χώρα δεν κατάφερε βέβαια να μετατραπεί σε αυτό που ονειρευόταν η κυβέρνησή της, μια πιο ωραία Βενεζουέλα, έγινε όμως ο ιδανικός τόπος για να πίνουν τα ποτά τους –εν μέσω ερειπίων –οι διανοούμενες τάξεις της Δύσης. Ενας εξωτικός προορισμός.
Το επαναλαμβανόμενο ελληνικό παράδοξο εν τούτοις επανέρχεται. Την ώρα που αδυνατούμε να θυμίσουμε –έστω και λίγο –τις περιφερειακές χώρες που ξεπέρασαν την κρίση, μοιραζόμαστε τα δύστυχα πάθη του ευρωπαϊκού κέντρου.
Και τα πάθη αυτά δεν είναι άλλα απ’ αυτά που προκαλούνται όταν οι πολίτες της Ευρώπης, δέσμιοι για τρεις δεκαετίες της καταναλωτικής τους αμεριμνησίας, ανακαλύπτουν βίαια ότι ο κάποτε πρώτος κόσμος, η Ευρώπη της ευμάρειας και της ασφάλειας, είναι ο μεγάλος χαμένος της μετατόπισης οικονομικής δύναμης που έχει οριστικά πλέον συντελεστεί στο πλανήτη, δηλαδή της παγκοσμιοποίησης. Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του κομμουνισμού και του διπολισμού, που, ως άλλος θερμοστάτης, ρύθμιζε κοινωνικά συναισθήματα και τακτοποιούσε πολιτικές ταυτότητες, οι Ευρωπαίοι δοκιμάζουν τη ρευστοποίηση της ζωής τους.
Η οικονομία δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτήσει την κοινωνική πρόνοια, οι εισοδηματικές αποστάσεις μεγάλωσαν πολύ, η επισφάλεια της καθημερινότητας, η προσωρινότητα της διακεκομμένης εργασίας, η διάσπαση της ταυτότητας από τα πολλαπλά jobs ερημώνουν την ψυχή και ακυρώνουν τον ελεύθερο χρόνο, ο παλιός κοινωνικός ανελκυστήρας των λαϊκών στρωμάτων είναι χαλασμένος και καμία υπερφιλελεύθερη κινητικότητα μεγάλων κινδύνων και μεγάλων ευκαιριών που θα βασίζεται στην εργασία και στην επινοητικότητα δεν δείχνει έτοιμη να τον αντικαταστήσει. Η φιλελευθεροποίηση της ζωής άγγιξε τα όριά της: το δείχνει η μετάπτωση της καταναλωτικής και πολυτελούς προσδοκίας των 90s στη low cost ψευδαίσθηση του ατομικιστικού «ευ ζην» για θλιμμένους millennials. Τα σχέδια ζωής όλων, πλην της ιθύνουσας παγκοσμιοποιημένης τάξης, ρευστοποιούνται πριν καν αρχίσουν να σχεδιάζονται από τους ενδιαφερομένους.

Ο θάνατος του χρόνου

Από αυτό το πλέγμα της νέας δυστυχίας, πολύ περισσότερο από τη φτώχεια, πρέπει να κρατήσουμε κάτι άλλο. Τον θάνατο του χρόνου. Η εργασιακή ευελιξία απορρυθμίζει την καθημερινότητα, ανατρέπει τις εβδομαδιαίες τελετουργίες αιώνων, θρυμματίζει το ημερολόγιο, χωρίς έστω να εγγυάται –πέρα από τη στοιχειώδη συμμετοχή στον καταναλωτισμό β’ διαλογής –ότι μέσα από την εργασία σου μπορεί να χτίσεις το μέλλον της προσωπικής σου ευημερίας. Το μέλλον, η ελπίδα ότι η επόμενη γενιά θα απολαύσει μεγαλύτερη ευημερία από την προηγούμενη, είναι που νεκρώνεται μαζί με το τέλος του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου. Το «No future» της πανκ αντίδρασης στη βρετανική παρακμή και στον πόνο της εργατικής τάξης κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει τώρα σύνθημα της ευρωπαϊκής μεσαίας τάξης αν η τελευταία αντιλαμβανόταν ότι η εύρωστη, και ταυτόχρονα προστατευτική, ήπειρος που υποσχόταν ένα μέλλον για όλους έχει φύγει και δεν θα επιστρέψει όπως την ξέραμε, ούτε με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές συμπίεσης της εργασίας, πολλώ δε μάλλον με τον λαϊκιστικό αντιφιλελεύθερο κρατισμό και τη δυναστική φορολογία.
Μαζί με τον ρευστοποιημένο χρόνο και το νεκρωμένο μέλλον, οι Ευρωπαίοι βιώνουν μια δεύτερη συνάντηση που δεν στερείται ιστορικής ειρωνείας. Οι γενιές του σήμερα υποφέρουν από την Ευρώπη του χθες ενώ θρηνούν για ένα αύριο που μπορεί να μην έρθει ποτέ.
(Αυτο)Τιμωρούνται για την παλιά αυτοκρατορική / αποικιακή καταπίεση των Αλλων και ταυτόχρονα υφίστανται τα αποτελέσματα μιας ψευδούς εντύπωσης συνεχιζόμενης ευμάρειας που επικρατεί στους εκτός Ευρώπης. Η μεταναστευτική πίεση (περί αυτής πρόκειται) δεν μεταφράζει μόνο οδύνη και αθλιότητα των εμπόλεμων περιοχών του πλανήτη. Αποκαλύπτει μια τρομακτική ασυμμετρία στη θέαση του κόσμου. Η αδυναμία πλέον του κράτους πρόνοιας να αποτελέσει το εφαλτήριο μιας ασφαλούς ανοδικής κινητικότητας για τους πιο αδύναμους Ευρωπαίους είναι μια πραγματικότητα που δεν αφορά όσους έρχονται στην ήπειρο με την ελάχιστη επιδοματική και νοσοκομειακή προσδοκία. Τα ματαιωμένα σχέδια ζωής των δικών μας μικροαστών μοιάζουν λεωφόροι ευτυχίας και δημιουργικότητας στα μάτια όσων ρισκάρουν τη ζωή στη Μεσόγειο για να πατήσουν ευρωπαϊκή γη. Και αν η ενοχή για τα αποικιακά χρόνια μεταφράζεται σε μια αμετροεπή παραχώρηση δικαιωμάτων σε εθνοπολιτισμικές κοινότητες –και όχι σε ελεύθερα άτομα -, σε ανοχή απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ, στην υιοθέτηση ενός πολυπολιτισμικού μοντέλου όπου οι εισερχόμενοι δεν υιοθετούν τους εγχώριους κανόνες και ενίοτε επιβάλλουν τον δικό τους (θρησκευτικό) νόμο, η παρεξήγηση για τις δυνατότητες υποδοχής, το «μέλος-φάντασμα» μιας ευρωπαϊκής ευμάρειας που δεν υπάρχει πια, προκαλεί εκείνη τη μεταναστευτική ορμή που καθιστά τα σύνορα διαπερατ, ενίοτε και ανοικτά.

Το τέλος του χώρου

Με αυτή τη συνθήκη εγκαθιδρύεται μια αίσθηση τέλους του χώρου, του υλικού εδαφικού χώρου ως κοινής ιδιοκτησίας των μελών μια εθνικής κοινωνίας. Ο δεξιός εξτρεμισμός δεν χάνει βέβαια την ευκαιρία να υπονομεύσει τη δημοκρατία υποκλέπτοντας το αίτημα για εθνική κυριαρχία από τα παραδοσιακά κόμματα. Το τελευταίο όμως εκφράζει μια αυθεντική λαϊκή δυσφορία, τον φόβο της απώλειας της γειτονιάς, της πολυκατοικίας, του χωριού, και εν τέλει της ύστατης περιουσίας που κατέχουν οι μη κατέχοντες του έθνους, του συνόρου.
Αυτή η αίσθηση απαλλοτρίωσης της ύστατης ιδιοκτησίας, του εθνικού –ή έστω ευρωπαϊκού –συνόρου, πέρα από τον πόνο και την ακροδεξιά – εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση στην οποία νομοτελειακά οδηγεί, έχει και άλλες, επίφοβες ιδιότητες. Ενσωματώνει και συνάμα ακυρώνει την κοινωνική αγωνία του πρώτου «θανάτου». Αυτό που προσφυώς αποκλήθηκε «πολιτισμική ανασφάλεια» εγκιβωτίζει και υποκαθιστά την οικονομική ανασφάλεια. Η άμυνα για τον χώρο γίνεται η επικίνδυνη μετωνυμία της άμυνας για τον χρόνο και η μάχη για το μέλλον μετατρέπεται στενά σε διαπάλη για το έθνος.
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι εμβληματική αυτού του διπλού θανάτου και της παράδοξης και επικίνδυνης για τη Δημοκρατία μεταφοράς εν συνόλω των δεινών και της αγωνίας στη σφαίρα της ταυτότητας, του πολιτισμού και της γης. Υπόκωφα πάντως η ελληνική συνθήκη μετά το 2015 διαμορφώνεται καθ’ ομοίωσιν της Γερμανίας. Από κάποια άποψη είναι αναμενόμενο, η καγκελάριος, της οποίας η μακρά και αξιοσημείωτη θητεία κινδυνεύει να τελειώσει μέσα σε αίμα, βία και δημοκρατικές απώλειες, ήταν και είναι η μεγαλύτερη χορηγός της ελληνικής πολιτικής εξουσίας. Εκείνης που δεν δίστασε βάλει την ταφόπλακα στον σκοτωμένο χρόνο και σε όποιο μέλλον των επόμενων γενεών και να στρώσει το χαλί στην πιο φοβική αντίδραση μπροστά στην ανασφάλεια ταυτότητας και στην αίσθηση απώλειας του τόπου.Στη χειρότερή τους στιγμή, τους μοιάζουμε.
Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ