Μέσα δεκαετίας του ’80. Οι πανελλήνιες ήταν ο απόλυτος μονόδρομος. Μας προετοίμαζαν το κεφάλι από τα προηγούμενα χρόνια πως θα είναι οι εξετάσεις της ζωής μας. Μια ενδεχόμενη αποτυχία θα ήταν ολοκληρωτική, μη αναστρέψιμη, οριστική ήττα. Στο εξεταστικό κέντρο αισθανόσουν τη μοναξιά να χυμάει επάνω σου και να σε τρώει ζωντανό. Εκεί έξω, οι δικοί σου περίμεναν από εσένα να νικήσεις, να βγεις με το χαμόγελο και τη σιγουριά που θα επιβραβεύει κόπους και χρήματα και θα επιβεβαιώνει ελπίδες.
Την πρώτη χρονιά απέτυχα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να κλαίει. Δεν πρέπει να έχω άλλο τραύμα από την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Ηταν μια σοκαριστική εικόνα κι ένα συναίσθημα βαριάς απώλειας που αργότερα το έζησα μόνο με θάνατο κοντινού μου προσώπου. Δεν υπερβάλλω. Πνιγόμουν στα δάκρυά του, δεν υπήρχε τόπος για μένα. Δεν με είχε πιέσει ποτέ –αυτός ήταν ο ρόλος για τη μητέρα μου –αλλά εκείνη τη μέρα ξέσπασε σε κάτι που με αιφνιδίασε. Τον είχα προδώσει.
Την επόμενη χρονιά έγραψα εντυπωσιακούς βαθμούς. ΑΣΟΕΕ και καλή θέση. Κέρασε όλους τους συναδέλφους του στη δουλειά. Επανήλθαμε, αλλά το ράγισμα εκείνης της μέρας της προηγούμενης χρονιάς δεν το ξεπέρασα ποτέ.
Εναν χρόνο μετά την είσοδό μου στο Πανεπιστήμιο ξεκίνησα τη δημοσιογραφία. Νόμιζαν πως κάνω την πλάκα μου, καλό θα ήταν να βγάζω και κάνα φράγκο μόνος μου, μέχρι να πάρω το πτυχίο μου. Τα χρόνια περνούσαν, χωνόμουν όλο και πιο βαθιά στο επάγγελμα, ακολούθησε το ραδιόφωνο, μέχρι να γίνω σαράντα πίστευαν πως κάποτε θα πάρω το πτυχίο μου. Εγώ είχα άλλη φιλοσοφία. Δεν μου άρεσαν οι καβάντζες, οι μαϊμούδες που αφήνουν το κλαράκι μόνο αφού πρώτα πιάσουν ένα άλλο, μου άρεσε να ήμουν στον αέρα. Είχα κλείσει το μαγαζάκι της ΑΣΟΕΕ και πήγαινα κάπου που δεν είχα ιδέα πού θα βγει αλλά σαν να ήξερα πως μόνο δίχως την ασφάλεια της επιστροφής σε κάτι «σίγουρο» θα μπορούσα να πετύχω σε αυτό που αγαπούσα. Δεν ήμουν ούτε μάγκας ούτε σίγουρος για τον εαυτό μου. Δεν το πουλάω ως κάποιου είδους ηρωισμό. Κάθε άλλο. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον δεν ήμουν ικανός να τα κάνω και τα δύο, άλλοι το έκαναν. Δεν αμφισβητώ την αξία των εγκύκλιων σπουδών, ακόμη κι αν νομίζεις πως δεν θα σου χρειαστούν στην άλλη ζωή που διάλεξες. Πάντα χρειάζονται. Ποτέ καμία γνώση δεν πήγε χαμένη.
Τα γράφω αυτά για να καταλήξω πως σε όλα αναπαράγουμε τα μοντέλα με τα οποία μεγαλώσαμε. Δεν ξεφεύγεις εύκολα. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν τρόπο που είναι πολύ βαθύς και δυνατός, δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Από το μοντέλο της οικογένειάς μας που προσπαθούμε να το μεταφέρουμε αυτούσιο στον γάμο μας, μέχρι την πίεση σε ένα παιδί του Δημοτικού που κάνει πολλά λάθη στην ορθογραφία και στην προπαίδεια.
Φοβόμαστε πως αν δεν έχει κάποιο χάρισμα, κάποιο ταλέντο σε κάτι που δεν απαιτεί απαραιτήτως πανεπιστημιακές σπουδές, θα γίνει ένα σκλαβάκι σε μια κοινωνία ανταγωνιστικών βιογραφικών.
Είμαστε θεωρητικοί. Στην πράξη, γινόμαστε οι γονείς μας. Υπεύθυνοι για τα επόμενα τραύματα, τα επόμενα ραγίσματα που θα γεννηθούν σε ένα παιδί που δεν έχει κλείσει ακόμα τα δέκα.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ