Ενόψει των εγκαινίων της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης καλλιεργούνται κατ’ έτος προσδοκίες και ελπίδες για εισοδηματικές ενισχύσεις και παροχές σε πλήθος κοινωνικών ομάδων. Πλειοδοτούν συνήθως οι κυβερνώντες, αλλά φέτος, λόγω της εξόδου από το πρόγραμμα διάσωσης και της επερχόμενης μακράς προεκλογικής περιόδου, η σύγχυση περισσεύει, όπως βεβαίως και τα αιτήματα.
Μείζον θέμα βεβαίως οι περικοπές των συντάξεων , οι οποίες προβλέφθηκαν και ψηφίστηκαν από τη Βουλή πριν από μερικούς μήνες για να κλείσει το πρόγραμμα. Η τρέχουσα κυβερνητική προπαγάνδα θέλει τις συντάξεις ακέραιες και τις λοιπές παροχές επίσης διεκδικήσιμες. Ωστόσο δεν μπορούν να γίνουν όλα γιατί υπάρχουν δεσμεύσεις, όπως και περιορισμένοι προς διάθεση πόροι.
Ας βάλουμε λοιπόν τα πράγματα σε μια σειρά. Κατ´ αρχήν οφείλουμε να πούμε ότι οι μεταμνημονιακοί προϋπολογισμοί θα είναι επεκτατικοί, λόγω του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργούν τα προβλεπόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, υπό τον όρο πάντα ότι θα επιτυγχάνονται.
Επίσης οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι το υπουργείο Οικονομικών καταρτίζει τον προϋπολογισμό του 2019 θεωρώντας την περικοπή των συντάξεων από την 1-1-2019 δεδομένη. Οι προβλεπόμενες περικοπές αντιστοιχούν στο 1% του ΑΕΠ και συνοδεύονται από αντίστοιχου ύψους επιπρόσθετες δαπάνες, οι όποιες συγκροτούν τα αντίμετρα που περιγράφονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.
Η ιδέα περικοπής των συντάξεων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών στηριζόταν στην ανάγκη αλλαγής του μίγματος οικονομικής πολιτικής. Για τους θιασώτες της συγκεκριμένης ιδέας η περικοπή των συντάξεων θα εξοικονομούσε πόρους ,οι οποίοι κατευθυνόμενοι σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών θα επιτάχυναν την ανάπτυξη και θα διευκόλυναν την ταχύτερη έξοδο της οικονομίας από τον κύκλο της στασιμότητας ή της υποτονικής μεγέθυνσης.
Αν λοιπόν το υπουργείο Οικονομικών εφαρμόσει την περικοπή των συντάξεων θα έχει στη διάθεση του πρόσθετους πόρους ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να μειώσει ταχύτερα εντός του 2019 φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ώστε να υποστηρίξει με δυναμικό τρόπο την οικονομική ανάπτυξή. Αν εντέλει επιλέξει και συμφωνήσει με τους εταίρους την αναβολή της περικοπής των συντάξεων θα απολέσει και τη δυνατότητα εφαρμογής των αναπτυξιακών αντίμετρων. Θα διαγράψει δηλαδή από τον προϋπολογισμό του 2019 το όφελος της περικοπής των συντάξεων και βεβαίως την ισόποση αύξηση δαπανών που προβλέπεται από τα αντίμετρα.
Το όλο θέμα παραμένει εκκρεμές και δεν πρόκειται να λυθεί πριν τον Νοέμβριο. Η όλη διαπραγμάτευση θα εξελιχθεί μετά τις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου στη Βαυαρία. Το όλο θέμα είναι πολιτικά τοξικό στη Γερμανία και ήδη οι συντηρητικοί πολιτικοί στο Μόναχο και στο Βερολίνο κατηγορούν τον εκεί υπουργό Οικονομικών ότι χαρίζει χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες το θέμα των συντάξεων θα μείνει εκκρεμές τουλάχιστον μέχρι τον προσεχή Νοέμβριο.
Τώρα αν ευοδωθεί η διαπραγμάτευση και δεν εφαρμοστεί η περικοπή των συντάξεων ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργούν τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι περιορισμένος και δεν θα επιτρέπει επιπρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες υψηλότερες των 700-800 εκατ. ευρώ για το 2018 και άλλων τόσων για το 2019.
Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών θέλει να κατευθύνει φέτος τα ποσά αυτά στην εξόφληση παλαιών υποχρεώσεων, που πηγάζουν από εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τους ένστολους, τους δικαστικούς και τους πανεπιστημιακούς και την επόμενη χρονιά κυρίως σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι το δίλημμα είναι σαφές και συγκεκριμένο.
Η κυβέρνηση ή θα επιλέξει να αφήσει τις συντάξεις ανέγγιχτες αλλά θα χάσει πόρους που θα επέτρεπαν την ταχύτερη μείωση φόρων και εισφορών ή θα κατευθυνθεί σε μείωση των συντάξεων προς χάριν της ταχύτερης ανάπτυξης . Να σημειωθεί ότι στη δεύτερη περίπτωση η ανταπόκριση των αγορών θα είναι ισχυρότερη και θα διευκολυνθεί η προσέλκυση χρηματοδοτικών και επενδυτικών πόρων προς την Ελλάδα.
Η περικοπή λοιπόν των συντάξεων είναι ζήτημα επιλογής. Και η κυβέρνηση καλείται να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.