Οι αυξήσεις μισθών είτε στις κατώτατες αμοιβές, είτε με τις κλαδικές συμβάσεις, είτε με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στο λεγόμενο «καλάθι της ΔΕΘ» που αναμένεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση με συγκεκριμένες αναφορές σε αυξήσεις κλαδικών αμοιβών επιχειρεί να καταστήσει ρεαλιστικό το αφήγημά της και να σηματοδοτήσει την «επόμενη μέρα των μνημονίων». Ετσι το υπουργείο Εργασίας φρόντισε μία εβδομάδα πριν από την «άνοδο» του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη να εκδώσει τις πρώτες αποφάσεις του για την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, γεγονός που θα σημάνει αυξήσεις για όσους εργαζομένους απασχολούνται σε εργοδότες του κλάδου που δεν δεσμεύονταν από την υπογραφή της σύμβασης. Αναφερόμαστε σε τέσσερις κλαδικές συμβάσεις στους τομείς των τραπεζών, του τουρισμού και της ναυτιλίας, η επέκταση των οποίων έγινε την Παρασκευή με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Αναμένεται να ακολουθήσει η επέκταση των συμβάσεων των ξενοδοχοϋπαλλήλων και των μεταλλείων – λιγνιτωρυχείων την ερχόμενη Πέμπτη.
«Ανεφάρμοστη»
Πρόκειται για μια τεχνική διαδικασία, η επιτυχία ή όχι της οποίας δεν θεωρείται σίγουρη, καθώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εκτιμούν ότι ο τρόπος που επέλεξε η κυβέρνηση να την εφαρμόσει την «καθιστά πρακτικά ανεφάρμοστη».
Συγκεκριμένα, μια κλαδική σύμβαση χωρίς την επεκτασιμότητα δεσμεύει –και άρα εφαρμόζεται –μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν υπογράψει. Με την επέκτασή της δεσμεύει το σύνολο του κλάδου. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, απαιτείται να έχει υπογραφεί από εργοδοτικές οργανώσεις που απασχολούν πάνω από το 51% των εργαζομένων κάθε κλάδου. Η ύπαρξη ή όχι αυτού του ποσοστού γίνεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, που είναι το αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας των εργοδοτικών οργανώσεων, προκειμένου στη συνέχεια να αποφασιστεί η επεκτασιμότητα ή όχι των συμβάσεων.
Η επέκταση
Για τη γνωμοδότηση του ΑΣΕ απαιτείται οι εργοδοτικοί φορείς να υποβάλουν τα απαραίτητα στοιχεία από το μητρώο των μελών τους. Αυτό όμως δεν είναι υποχρεωτικό, με αποτέλεσμα –εφόσον η εργοδοτική οργάνωση αρνηθεί –να είναι αδύνατη η επέκταση μιας κλαδικής σύμβασης.
Κατώτατος μισθός. Νομοθετική ρύθμιση αναμένεται να καταθέσει η κυβέρνηση στη Βουλή το επόμενο διάστημα προκειμένου να φέρει νωρίτερα τις διαδικασίες για τον καθορισμό (αύξηση) του κατώτατου μισθού. Η διάταξη θα τροποποιεί τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει ο νεοεφαρμοζόμενος νόμος (4172/2013) προκειμένου να επιτευχθεί η αύξηση του μισθού από τις αρχές του 2019. Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού κρίνεται αναγκαία προκειμένου η κυβέρνηση να σηματοδοτήσει –προεκλογικά –την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.
Κι αυτό γιατί οι διαδικασίες που προβλέπονται στον νεοεφαρμοζόμενο νόμο (4172/2013) για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού τίθενται σε εφαρμογή τον Μάρτιο κάθε έτους, με στόχο ο νέος μισθός να ισχύσει από τον επόμενο Ιανουάριο. Κάτι τέτοιο όμως –στη σημερινή συγκυρία –θα σήμαινε ότι ο νέος μισθός δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο τον Ιανουάριο του 2020, δηλαδή… κατόπιν εκλογών.
Το χρονοδιάγραμμα
Η πρόθεση του υπουργείου Εργασίας είναι η αλλαγή του χρονοδιαγράμματος να ισχύσει μόνο για την πρώτη απόφαση και στη συνέχει να ισχύσει κανονικά ο νόμος. Ετσι την πρώτη φορά η διαδικασία αναμένεται να ξεκινήσει τον Οκτώβριο και να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο, ώστε ο νέος μισθός να ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2019.
Ακολούθως θα εφαρμοστεί κανονικά ο νόμος 4172/2013 που προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης). Η διαδικασία προσδιορίζεται από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο κάθε έτους και δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας. Την ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος.
Ως προς το ύψος της αύξησης, η κυβέρνηση φέρεται να έχει συμφωνήσει με τους δανειστές ότι θα πρέπει να αποφευχθούν οι «υπερβολές». Για τον λόγο αυτόν οι τελευταίες δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού αναφέρονται σε «προσεκτική αύξηση», η οποία μετά βίας προσδιορίζεται στα 20-30 ευρώ μηνιαίως.
Ο υποκατώτατος
Υποκατώτατος μισθός. Σε ό,τι αφορά τον υποκατώτατο μισθό (δηλαδή τις αμοιβές που ισχύουν για νέους κάτω των 25 ετών), η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της για την κατάργησή του. Ο υποκατώτατος μισθός θεσπίστηκε το 2012 με τη μείωση του κατώτατου από 751 σε 586 ευρώ, ενώ για τους νέους έως 25 ετών ορίστηκε αμοιβή 511 ευρώ.
Ο Πρωθυπουργός τις προηγούμενες ημέρες χαρακτήρισε τη ρύθμιση αυτή «ντροπιαστική» και προανήγγειλε την κατάργησή της, ενώ η υπουργός Εργασίας θεωρεί «προβληματικό το καθεστώς» του υποκατώτατου μισθού. Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας έχει κατά καιρούς ταχθεί υπέρ της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού, με βασικό επιχείρημα ότι πρόκειται για μισθολογικές διακρίσεις εις βάρος των νέων, που και αντισυνταγματικές είναι και αντίθετες με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Ωστόσο η υλοποίηση της δέσμευσης αυτής δεν είναι καθόλου βέβαιη, καθώς οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν αρνηθεί κάθε παρέμβαση προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως εκ τούτου, εάν υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού και χωρίς να προβλέπεται αντίστοιχη πρόνοια για τον υποκατώτατο, η ψαλίδα θα ανοίξει περαιτέρω, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ισχυρότατο αντικίνητρο για την πρόσληψη μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ