Εγραφε, έγραφε πολύ, έγραφε συνέχεια. Αμεσος, ειλικρινής, διεισδυτικός, ενίοτε ελαφρύς, αλλά πάντα ουσιαστικός και βαθιά ανθρώπινος: Ο Νιλ Σάιμον ακτινογράφησε τον άνδρα και τη γυναίκα του 20ού αιώνα, τα συναισθήματά τους, τις σχέσεις και τις αντιφάσεις τους όσο λίγοι. Οχι γιατί ήταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας της εποχής του, αλλά γιατί είχε το ταλέντο να μιλάει για τα δικά μας με χιούμορ –και αυτοσαρκασμό. Και να μας κάνει να γελάμε και να κλαίμε συγχρόνως, όπως συμβαίνει στη ζωή. Τόσο απλά.

«Αν το Μπρόντγουεϊ έχτιζε κάποτε ένα μνημείο για να τιμήσει τον Αγιο του Γέλιου, θα έπρεπε να γίνει για τον Νιλ Σάιμον» έγραψε κάποτε το περιοδικό «Time», και είχε δίκιο.

«Οταν βλέπω το κοινό να γελάει, νιώθω ικανοποίηση, πληρότητα. Θεωρώ ότι είναι δείγμα αποδοχής, επιβεβαίωσης» έλεγε ο ίδιος για τα έργα του. «Εχει την ικανότητα να γράφει χαρακτήρες εντελώς λανθασμένους –ακόμα και τους κορυφαίους, στους οποίους πρέπει και να βασιστούμε. Εχουν αδυναμίες, ελαττώματα. Αλλά είναι ανθρώπινα όντα. Δεν είναι όλα κακά ή όλα καλά. Είναι άνθρωποι που γνωρίζουμε» είχε πει για τον συνεργάτη και φίλο του ο Τζακ Λέμον. «Ο Σάιμον προκαλεί εμάς και τον εαυτό του να μην παίρνουμε ποτέ τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά» ήταν τα λόγια του Μπιλ Κλίντον όταν, την εποχή που ήταν πρόεδρος, τον τίμησε (1995) με το βραβείο του Kennedy Center για τη συμβολή του στις τέχνες και στη λαϊκή κουλτούρα του 20ού αιώνα.
Λαϊκή κουλτούρα: Αυτό ήξερε να «μαγειρεύει» και να προσφέρει με τα θεατρικά του ο Νιλ Σάιμον. Χωρίς να γίνεται χυδαίος, χωρίς να χάνει το μέτρο. Και η επιτυχία, η τόσο μεγάλη επιτυχία που τον συντρόφευσε σε όλη τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας, μόνο τυχαία δεν ήταν.
Ο θεατρικός συγγραφέας και παραγωγός είδε σχεδόν όλα τα θεατρικά του έργα (40 περίπου) να παίζονται στο Μπρόντγουεϊ, ενώ τα περισσότερα μεταφέρθηκαν με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη. Αυτός ο απολογισμός τον έκανε να ξεπεράσει ακόμα και τον Σαίξπηρ… Εγραφε ένα καινούργιο έργο κάθε χρόνο. Ως εκ τούτου, ο Νιλ Σάιμον κέρδισε τα περισσότερα βραβεία Οσκαρ και Tony από οποιονδήποτε άλλο ομότεχνό του στην ιστορία της show business.
Γεννημένος στις 4 Ιουλίου του 1927 στο Μπρονξ, ο Νιλ Σάιμον (Μarvin Neil Simon) παντρεύτηκε πέντε φορές τέσσερις γυναίκες και είχε τρία παιδιά. Αγαπούσε το τένις κι έπαιζε συχνά. Πέθανε στις 26 Αυγούστου του τρέχοντος έτους, σε ηλικία 91 χρονών.
Ενα από τα πιο γνωστά έργα του, το «Παράξενο ζευγάρι» (1968) ξεκίνησε να το γράφει ο αδελφός του, μην μπορώντας ωστόσο να το ολοκληρώσει. Τότε ήταν που το ανέλαβε ο Νιλ Σάιμον και το απογείωσε… Στον μακρύ κατάλογο περιλαμβάνονται ακόμα τα «Φήμες», «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο», «Το κορίτσι του αποχαιρετισμού», «Ξυπόλυτοι στο πάρκο», «Sweet Charity», «Lost In Yonkers», «Plaza Suite»,«Παίζουν το τραγούδι μας».
Μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα έργα του έχουν παίξει οι Νόνικα Γαληνέα και Αλέκος Αλεξανδράκης, Γιάννης Φέρτης, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Κάτια Δανδουλάκη, Γρηγόρης Βαλτινός, με σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Μίνως Βολανάκης, ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Γιάννης Διαμαντόπουλος, φτάνοντας ως νεότερα θεατρικά σχήματα.

Kάτια Δανδουλάκη, ηθοποιός


«Ποιητής της καθημερινότητας»

«Ο Νιλ Σάιμον ανήκει στο είδος των συγγραφέων που καταπιάστηκαν στα έργα τους με καθημερινά, τρέχοντα θέματα. Αλλά επειδή η ζωή μας και η ευτυχία μας καθορίζονται από αυτές τις μικρές καθημερινές συγκινήσεις, γι’ αυτό και τα θεατρικά του μας αγγίζουν. Εχουν και γέλιο και κλάμα, και κωμωδία και δράμα, καθώς πραγματεύονται με τρυφερότητα τα μεγάλα συναισθήματα – τον έρωτα, την αγάπη, την προδοσία και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τα έργα του ψυχαγωγούν αλλά και προσφέρουν αλήθειες της ζωής που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα παραμένουν ίδιες. Γι’ αυτό και δεν θα πάψει ποτέ να παίζεται ο Σάιμον, όπως και άλλοι συγγραφείς των μπουλβάρ και των κομεντί, γιατί προσφέρει την ποίηση της καθημερινότητας. Και αυτή η ποίηση, ιδωμένη σε κάθε εποχή με άλλη ματιά, παραμένει εξίσου απαραίτητη στη ζωή μας».
Η Κάτια Δανδουλάκη ανέβασε στο θέατρό της (2002) το έργο του Νιλ Σάιμον «Ολα από την αρχή» με σκηνοθέτη τον Μιχάλη Κακογιάννη. Μαζί της οι Σταύρος Ζαλμάς, Γιώργος Λέφας, Μαρίνα Ψάλτη.

Γιάννης Μόσχος, σκηνοθέτης


«Αξιος μαθητής του Τσέχοφ»

«Είναι ένας τρομερός μάστορας της γραφής. Πέρα όμως από αυτόν τον χαρακτηρισμό που είναι εύκολος, θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν ουσιαστικό και παραγνωρισμένο, για μένα, συγγραφέα. Και όχι αδίκως. Γιατί έκανε και ανέχθηκε συμβιβασμούς γράφοντας έργα λαϊκού θεάτρου.

Πυρήνας των έργων και του τρόπου γραφής του είναι ο συνδυασμός του συγκινητικού με το αστείο. Επιτυγχάνει μια ισορροπία που μόνο ο Τσέχοφ έχει καταφέρει. Δεν εννοώ βέβαια ότι είναι Τσέχοφ – ο Τσέχοφ είναι υπεράνω όλων. Είναι όμως άξιος μαθητής του, με τον τρόπο που μεταπλάθει το υλικό του.
Συνειδητά ο Σάιμον μπλέκει την ελαφράδα με την ουσία, το βάθος, ανεβάζοντας στη σκηνή πρόσωπα που πονούν. Ο αυτοσαρκασμός των προσώπων και η συνείδηση της δυστυχίας τους είναι χαρακτηριστικά στην περίπτωσή του.
Στα έργα του έχει πάντα προσωπικές, αυτοβιογραφικές αναφορές, με την “Καινούργια σελίδα” να αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Εχοντας διαβάσει κάποια από τα έργα του, θα έλεγα ότι έχω την αίσθηση πως κλέβει στιγμές της πραγματικότητας και τις μεταπλάθει σκηνικά.
Οσο για το “μάστορας της γραφής”, αυτό αναγνωρίζεται στη δομή που έχουν τα έργα του, στον τρόπο που τα πρόσωπα χρησιμοποιούν τον λόγο, και όλα αυτά προκύπτουν από την κατάσταση και τον χαρακτήρα των ηρώων καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Εχει όλα τα στοιχεία του καλού συγγραφέα. Και αυτό τον κάνει να παραμένει επίκαιρος. Νομίζω ότι θα συνεχίσει να παίζεται».
Ο Γιάννης Μόσχος ανέβασε την περασμένη θεατρική χρονιά την «Καινούργια σελίδα» του Νιλ Σάιμον στο Μικρό Γκλόρια με τους Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχη Χάνο, Ανδρη Θεοδότου, Αγγελο Μπούρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ