Η διαδικασία επιστροφής των κερδών κεντρικών τραπεζών από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, η οποία συμφωνήθηκε στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου και προκαλεί κύκλο έντονων αντιδράσεων στο εσωτερικό της Γερμανίας, αναμένεται να βρεθεί στο τραπέζι της πρώτης μεταμνημονιακής συνεδρίασης του EuroWorking Group την ερχόμενη Πέμπτη. Στην ατζέντα των συζητήσεων, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν υπάρχει θέμα αναφορικά με το φλέγον πολιτικό ζήτημα της περικοπής ή μη των συντάξεων. Στίγμα των προθέσεων από την πλευρά της Γερμανίας έδωσε ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς με τη συνέντευξή του το περασμένο Σάββατο στα «ΝΕΑ», αρνούμενος να μπει σε συζήτηση σεναρίων και διαμηνύοντας ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται».
Οι δηλώσεις
Από τη συνέντευξη Σολτς αυτό που κέντρισε περισσότερο τον γερμανικό Τύπο ήταν οι δηλώσεις περί επιστροφής κερδών ANFA»s και SMP»s, το θέμα δηλαδή το οποίο θα συζητηθεί στο EuroWorking Group. Η «Bild» έγραψε ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θέλει να σκορπίσει δισεκατομμύρια, όχι για τους γερμανούς φορολογουμένους, αλλά για τους Έλληνες, και αυτό «δεν το χωρά ανθρώπου νους», ενώ η «Frankfurter Allgemeine Zeitung», υπό τον τίτλο«Σχεδόν τρία δισεκατομμύρια ευρώ για την Αθήνα», φιλοξενεί δηλώσεις του Κρίστιαν Ντιρ, αντιπροέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας των Φιλελευθέρων και εμπειρογνώμονα περί των δημοσιονομικών. «Πρόκειται για κουταμάρες» λέει χαρακτηριστικά για την εξαγγελία Σολτς. «Οι τόκοι αποτελούν ρίσκο, δεν πρόκειται για αδικαιολόγητα έσοδα, όπως ισχύει ενδεχομένως για ένα στεγαστικό δάνειο ή για δάνεια εξωτερικού. Εξάλλου η παράταση αποπληρωμής των δανείων ισοδυναμεί με τέταρτο πακέτο στήριξης».
Η συμφωνία
Οικονομικοί παρατηρητές σημειώνουν πως οι γερμανικές αντιδράσεις, μέσω του Τύπου, έρχονται σε μια βασική παράμετρο της συμφωνίας του Eurogroup του περασμένου Ιουνίου. Προσθέτουν με νόημα πως στην περίπτωση διαφωνίας δανειστών – ελληνικής κυβέρνησης ή πολύ περισσότερο του Eurogroup, το πρώτο το οποίο θα κοπεί ή θα ανασταλεί θα είναι η απόδοση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα στην Αθήνα, τα οποία φτάνουν τα 600 εκατ. ευρώ το εξάμηνο.