Οι θεσμοί και ιδίως οι δημόσιοι θεσμοί οφείλουν να έχουν δυνατότητα μάθησης, προϋπόθεση της οποίας είναι η ύπαρξη μνήμης. Η θεσμική μνήμη και εν γένει η κρατική συνέχεια αποτελούν δυστυχώς ακόμα και σήμερα ζητούμενο για την ελληνική δημόσια διοίκηση. Η Διοίκηση δεν αντιμετωπίζεται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία ως θεματοφύλακας της διοικητικής παράδοσης και πρακτικής, με συνέπεια τις συνεχείς πειραματικού τύπου παρεμβάσεις, που εκ των πραγμάτων είναι καταδικασμένες να μην έχουν συνέχεια. Συχνά κάθε υπουργός, ακόμα και στο πλαίσιο μιας κυβερνητικής θητείας, θεωρεί ότι παραλαμβάνει από μηδενική βάση τα καθήκοντά του και ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την δημιουργία ενός προσωπικού νομοθετικού αποτυπώματος. Το γεγονός αυτό έχει τεράστιο οικονομικό και διοικητικό κόστος και λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγων κάθε ρεαλιστικής προσπάθειας για μεταρρύθμιση.
Η θεσμική μνήμη αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα δημόσιας πολιτικής. Αφορά α) την διαφύλαξη και μετάδοση της διοικητικής πληροφορίας ανεξαρτήτως πολιτικών μεταβολών, β) την συγκρότηση ενός Σώματος μεταξύ των λειτουργών της δημόσιας διοίκησης στις κρίσιμες ιδίως βαθμίδες των γενικών διευθυντών και υπό προϋποθέσεις των γενικών γραμματέων και γ) τον σεβασμό στις δοκιμασμένες στο χρόνο διοικητικές δομές (ακόμα και στους τίτλους των δομών ή των θέσεων).
Για παράδειγμα, η χρήση των όρων «διοικητικός» ή «τομεακός» γραμματέας σε αντικατάσταση του παραδοσιακού όρου του γενικού γραμματέα των υπουργείων, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί μεταρρύθμιση ή πρόοδος. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η «μεταρρύθμιση» αυτή που θεσπίστηκε μέσω νομοτεχνικής βελτίωσης στην τελευταία φάση ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου, συνοδεύτηκε από την εξαγγελία δημιουργίας ενός «Μητρώου επιτελικών στελεχών του δημοσίου». Μιας δεξαμενής δηλαδή, προσώπων με αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, από την οποία με διαφάνεια και αξιοκρατία θα επιλέγονταν οι νέοι γραμματείς των υπουργείων. Δύο χρόνια μετά την ψήφιση η σχετική πρόβλεψη παραμένει ανενεργή, γραμματείς όμως επιλέγονται και υπηρετούν, συχνά μάλιστα μέσω προδιαγεγραμμένων προκηρύξεων.
Αντίστοιχη επισήμανση μπορεί να γίνει για τις συχνές αλλαγές τίτλων των υπουργείων και άλλων παραδοσιακών δομών της διοίκησης. Στην περίπτωση αυτή, οι αλλαγές αυτές, αν και προβάλλονται ως «μεταρρυθμίσεις», συχνά αντικατοπτρίζουν την προσωπική αισθητική που συντάκτη τους και λειτουργούν ανασταλτικά στη συγκρότηση θεσμικής μνήμης και κρατικής συνέχειας.
Κρίσιμα ζητήματα για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας δομημένης πολιτικής για τη συγκρότηση και διατήρηση θεσμικής μνήμης, αποτελούν η σχέση της πολιτικής εξουσίας με τη Διοίκηση, η συμπερίληψη του κριτηρίου της διαφύλαξης της θεσμικής μνήμης στους κανόνες «καλής νομοθέτησης», αλλά και η ενεργοποίηση θεσμών και Υπηρεσιών που προβλέπονται νομοθετικώς, στην πράξη όμως δεν λειτουργούν με ιδιαιτέρως αρνητικά αποτελέσματα (π.χ. Αρχεία Πρωθυπουργού, Υπουργών, Υφυπουργών, κ.λπ.).
Στη χώρα μας δυστυχώς η «μεταρρύθμιση», αντί να σημαίνει το σύνολο σημαντικών αλλαγών που αποσκοπούν στην επίλυση προβλημάτων, έχει ταυτιστεί με την παραγωγή νομοθετημάτων, με την ελπίδα αυτά να ταυτιστούν με το όνομα του υπουργού που τα εισηγήθηκε προς ψήφιση στη Βουλή. Η νομοθέτηση όμως, θα πρέπει να αποτελεί το τελευταίο στάδιο μιας διοικητικής μεταρρύθμισης και όχι το πρώτο. Σε διαφορετική περίπτωση εμφανίζεται το φαινόμενο των «νόμων μιας χρήσης» ή ανεφάρμοστων νόμων που τροποποιούνται πριν στεγνώσει το μελάνι του Εθνικού Τυπογραφείου. Το φαινόμενο αυτό είναι θεσμικά καταστροφικό, με αποτέλεσμα η τόσο αναγκαία για τον τόπο θεσμική συνέχεια όχι απλώς να διακόπτεται, αλλά να μην υφίσταται. Στον αντίποδα αυτής της παγιωμένης τακτικής, ας επιχειρήσουμε να σκεφτούμε μια πολιτική δύναμη που θα φιλοδοξούσε να μειώσει και όχι να αυξήσει το συνολικό ρυθμιστικό βάρος (π.χ. με τη χρήση διεθνώς καθιερωμένων πρακτικών μείωσης του νομοθετικού όγκου), παραμένοντας όμως ουσιωδώς μεταρρυθμιστική.
Παραφράζοντας τον Αυγουστίνο, ο στόχος ενός κράτους αεί μεταρρυθμιζόμενου (semper reformandum), δεν προσφέρεται για συνεχή νομοθετικά πυροτεχνήματα που τόσο βλάπτουν τη θεσμική μνήμη και την συνέχεια του κράτους και εν τέλει στοιχίζουν ακριβά όχι μόνο στο ίδιο το κράτος και τη διοίκηση, αλλά πρωτίστως στην κοινωνία και την οικονομία.
*Ο Γιώργιος Δίελλας είναι Διδάκτωρ Διοικητικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου