Σε σκληρή δήλωση περί αλγεινής εικόνας που διαμορφώνει το σύστημα ποινικής καταστολής και έκτισης των ποινών στη χώρα μας, προέβη ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, με αφορμή την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος σε πολυετή κάθειρξη Αριστείδη Φλώρου. Ο κ. Βερβεσός διερωτάται γιατι ο υπουργός Δικαιοσύνης εξακολουθεί να διατηρεί σε ισχύ την επίμαχη διάταξη, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζει τουλάχιστον ατυχη την επίρριψη ευθυνών στους δικαστές.
Ο κ. Βερβεσός ζητεί νομοθετικές τροποποιήσεις, με τις οποίες δεν θα αναιρείται εν τοις πράγμασιν ο σκοπός της ποινικής καταστολής, ήτοι η γενική και ειδική πρόληψη.
Καλεί δε τη Διοίκηση του ΕΦΚΑ «η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια και υπεύθυνα», «γιατί δεν προέβη στην άσκηση οιωνδήποτε νομοθετικά προβλεπόμενων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων για τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης – ιατρικής γνωμάτευσης του ΚΕΠΑ , καθ’ ην στιγμήν μάλιστα κορυφαίο στέλεχος της Κυβέρνησης καταγγέλλει δημόσια ότι αυτή τυγχάνει προϊόν συναλλαγής».
Ολόκληρη η ανακοίνωση εχει ως εξης:
1. Η ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος Α. Φλώρου, η οποία έρχεται σε συνέχεια και προηγουμένων πρόσφατων υποθέσεων που απασχόλησαν την νομική κοινότητα και την κοινωνία, καταδεικνύει ότι το ισχύον σύστημα ποινικής καταστολής και έκτισης των ποινών στη χώρα μας, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα και ισχύει, εγείρει μείζονα ζητήματα που δοκιμάζουν την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης αντεγκληματικής πολιτικής και συνθέτει μια αλγεινή εικόνα κατά την οποία καταδικασθέντες για σοβαρά εγκλήματα μπορούν, εκτίοντας μόνο το 1/5 της ποινής τους και συντρεχουσών των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου (λόγοι υγείας), να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αντί να διαπορεί δημόσια για «τα πολλά και εύλογα ερωτηματικά που δημιουργεί το διατακτικό του συγκεκριμένου βουλεύματος», θα ήταν πιο φρόνιμο εκ μέρους του να λύσει τα δικά μας ερωτηματικά για την εμμονή του να διατηρεί σε ισχύ την υφιστάμενη διάταξη του άρθρου 23 ν. 4356/2015, παρότι γνωρίζει ότι, παρά τις όποιες δικαιοπολιτικές σκέψεις του νομοθέτη, στην πράξη μέχρι σήμερα αυτή χρησιμοποιήθηκε και για την υφ’ όρον απόλυση καταδίκων, ορισμένοι εκ των οποίων εκτίουν ποινές για σοβαρότατα οικονομικά εγκλήματα.
Η συνταγματική μας δικαιοταξία περιέχει αυστηρή διάκριση μεταξύ της νομοθετικής πρωτοβουλίας, που ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, της νομοπαραγωγικής λειτουργίας που ανήκει στο Κοινοβούλιο, και της εφαρμογής των νόμων, που επαφίεται στην δικαστική εξουσία. Η επίρριψη στους δικαστές ευθυνών που εξόφθαλμα ανήκουν στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία είναι τουλάχιστον ατυχής.
3. Αναφορικά δε, με την απόφαση του ΚΕΠΑ, στην οποία στηρίχθηκε το βούλευμα, μέχρι σήμερα δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια και υπεύθυνα η Διοίκηση του ΕΦΚΑ στο ερώτημα: Γιατί δεν προέβη στην άσκηση οιωνδήποτε νομοθετικά προβλεπόμενων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων για τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης – ιατρικής γνωμάτευσης του ΚΕΠΑ , καθ’ ην στιγμήν μάλιστα κορυφαίο στέλεχος της Κυβέρνησης καταγγέλλει δημόσια ότι αυτή τυγχάνει προϊόν συναλλαγής;
4. Αντί της επικοινωνιακής διαχείρισης και επίρριψης ευθυνών προς κάθε κατεύθυνση, πλην της οφειλόμενης αναγνώρισης των κυβερνητικών αβελτηριών στο όλο ζήτημα, καλό θα ήταν οι αρμόδιοι να προβούν σε εκείνες τις νομοθετικές τροποποιήσεις με τις οποίες δεν θα αναιρείται εν τοις πράγμασιν ο σκοπός της ποινικής καταστολής, ήτοι η γενική και ειδική πρόληψη.